ζωμός

From LSJ
Revision as of 19:38, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_2)

ἐὰν ᾖ τῳ θανάτου τετιμημένον → if sentence of death has been passed upon one

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ζωμός Medium diacritics: ζωμός Low diacritics: ζωμός Capitals: ΖΩΜΟΣ
Transliteration A: zōmós Transliteration B: zōmos Transliteration C: zomos Beta Code: zwmo/s

English (LSJ)

Dor. δωμός (q.v.), ὁ,

   A soup or sauce to eat with meat, fish, etc., Ar.Eq.1174, Pax716, al.; οἱ ζ. οἱ τῶν πιόνων soups made from animals with soft fat (πιμελή), Arist.HA520a8, cf. PA651a29; ζ. μέλας black broth of the Spartans, Matro Conv.94, cf. Plu.Lyc.12: metaph., bloodshed, Thphr.Char.8.7.    2 Com. name for fat, greasy fellow, λιπαρὸς περιπατεῖ Δημοκλῆς, ζ. κατωνόμασται Anaxandr.34.5, cf. Aristopho 4.3.    3 in Alchemy, wash, Ps.-Democr.Alch.p.48 B., Zos.Alch.p.169 B.

German (Pape)

[Seite 1143] ὁ (ζέΕω), Brühe, bes. von gekochtem Fleisch, Suppe; ἑφθὸν ἐκ ζωμοῦ κρέας Ar. Equ. 1174; Pax 700 u. öfter; Plat. Lys. 209 d; Ath. XII, 516, lu. öfter; ζωμοῦ ἀρυστρίς, = ζωμήρ υσις, Ep. ad. 107 (Plan. 9). Bekannt ist die schwarze Suppe der Spartaner, ὁ μέλας ζωμός, Plut. Lyc. 12; VLL, – Bei Anaxandrid. Ath. VI, 242 e wird Einer, der λιπαρὸς περιπατεῖ, komisch ζωμός genannt. – Uebertr., ein Blutbad, vgl. Casaub. Theophr. Char. 8, 2.

Greek (Liddell-Scott)

ζωμός: Δωρ. δωμός, ὁ, (Λατ. jus, ἴδε Ζ ζ. ΙΙ. 3), ζωμὸς ἢ «σάλτσα», τρωγόμενος μετὰ τοῦ κρέατος, ἰχθύος, κτλ., Ἀριστοφ. Ἱππ. 1174, Εἰρ. 716 κ. ἀλλ.˙ οἱ ζωμοὶ οἱ τῶν πιόνων, ζωμοὶ παρασκευαζόμενοι ἐκ κρεάτων ζῴων ἐχόντων πάχος (πιμελήν), Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 3. 17, 1, πρβλ. Μ. Ζ. 2. 5, 2˙ ζ. μέλας, ὁ τῶν Σπαρτιατῶν, Μάτρων παρ’ Ἀθην. 136 Ε˙ ὁ μέλας ζ. Πλούτ. Λυκ. 12˙ - μεταφ., χύσις αἵματος, Casaub. Θεοφρ. Χαρ. 8. 2˙ πρβλ. πέλανος ἐν Αἰσχύλ. Πέρσ. 816. 2) κωμικὸν ὄνομα ἀνθρώπου παχέος, λιπαρὸς περιπατεῖ Δημοκλῆς˙ ζωμὸς κατωνόμασται Ἀναξανδρ. Ὀδυσσ. 2. 5, πρβλ. Ἀριστοφῶντα Ἰατρ. 1. 3.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
jus, sauce : ζωμὸς μέλας brouet ou sauce noire des Lacédémoniens.
Étymologie: ζέω.