Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἐγκεντρίς

From LSJ
Revision as of 19:38, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_2)

Περὶ τοῦ ἐπέκεινα τοῦ νοῦ κατὰ μὲν νόησιν πολλὰ λέγεται, θεωρεῖται δὲ ἀνοησίᾳ κρείττονι νοήσεως → On the subject of that which is beyond intellect, many statements are made on the basis of intellection, but it may be immediately cognised only by means of a non-intellection superior to intellection

Porphyry, Sententiae, 25
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐγκεντρίς Medium diacritics: ἐγκεντρίς Low diacritics: εγκεντρίς Capitals: ΕΓΚΕΝΤΡΙΣ
Transliteration A: enkentrís Transliteration B: enkentris Transliteration C: egkentris Beta Code: e)gkentri/s

English (LSJ)

ίδος, ἡ,

   A sting, Ar.V.427.    2 goad, X.Cyn.6.1, Pl.Com.40; also, spur, Pherecr.48.    3 pointed stile for writing, Poll.8.16, Aristaenet.1.20.    4 spike worn on the leg for climbing, περιθέμενον . . ἐγκεντρίδας ἀναδραμεῖν εἰς τοὺς τοίχους Arist.Fr.84.

German (Pape)

[Seite 707] ίδος, ἡ, 1) der Stachel, der Wespen, Ar. Vesp. 427; eiserne, Xen. Cyn. 6, 1; Sporn, Pherecr. bei Poll. 10, 54; Eust. Bes. ein Fußstachel, um sich beim Klettern festzuhalten, Aristaen. 1, 20 u. a. Sp. – 2) der Griffel zum Schreiben, Poll. 8, 16.

Greek (Liddell-Scott)

ἐγκεντρίς: -ίδος, ἡ, (κέντρον) «κεντρί», οἷον τὸ τῶν σφηκῶν καὶ μελισσῶν, σκορπίων, κτλ., Ἀριστοφ. Σφ. 427. 2) κέντρον πρὸς ἐξανάγκασιν εἰς ἐργασίαν, οἷον τὸ βούκεντρον (κονῶς «φκέντρι») Ξεν. Κυν. 6. 1, Πλάτ. Κωμ. ἐν «Ἑορταῖς» 14. Ὡσαύτως πτερνιστήρ, ἐγκεντρίδας δὲ τοῖς ποσὶ κατὰ τὰς πτέρνας οἱ ἱππεύοντες περιεδοῦντο Φερεκρ. ἐν «Δουλοδιδασκάλῳ» 10. 3) εἶδος γραφίδος ληγούσης εἰς ὀξύ, μνημονεύεται ἐκ τοῦ Πολυδεύκους. 4) εἶδος λογχοειδοῦς σιδηρίου ἐφαρμοζομένου εἰς τὸν πόδα ὅπως βοηθῇ εἰς ἀνάβασιν τοίχων, περιθέμενον... ἐγκεντρίδας ἀναδραμεῖν εἰς τοὺς τοίχους Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 73, πρβλ. Ἀρισταιν. Ἐπιστ. 1. 20.

French (Bailly abrégé)

ίδος (ἡ) :
1 aiguillon;
2 éperon;
3 pointe de fer qu’on fixe aux pieds pour grimper, crampon.
Étymologie: ἐν, κέντρον.