προσπταίω
νὴ Δί᾿, ὦ φίλη γύναι, λεγε → yes, dear lady, speak | yes, dear lady, do speak up
English (LSJ)
Ep. ποτιπταίω Q.S.7.81:—
A hurt by striking against a thing, injure, τὸ γόνυ Hdt.6.134; τὸν πόδα Plu. Ages.3: abs., bump oneself, Pl.R.604c; hurt one's foot, X.HG3.3.3; stumble, Ar.Pl.121; πρὸς τὸν οὐδόν Plu.TG17; ἐν τῇ ὁδῷ Thphr.Char. 15.8; πόδεσσι Q.S. l.c. 2 c. dat. objecti, stumble upon, strike against, τισὶν ὥσπερ προβόλοις D.10.63; τῷ νόμῳ Porph.Chr.30. 3 generally, to be checked, πνεῦμα προσπταῖον ἐν τῇ ἄνω φορῇ Hp.Acut. 42; of the tongue, Arist.Pr.905b30; προσπταίειν . . ποιεῖ τὸν ἀκροατήν Id.Rh.1409b19. II metaph., suffer check or disaster, opp. εὐτυχέω, Hdt.3.40; of shipwreck, π. περὶ τὸν Ἄθων Id.7.22; esp. fail in war, suffer defeat, ναυμαχίῃ Id.9.107; προσπταίσας μεγάλως Id.1.16, cf. 2.161, 5.62; πρὸς Τεγεήτας lost battles against them, Id.1.65; τῷ πεζῷ π. πρὸς τοὺς Βρύγους Id.6.45. III c. dat., offend, clash with, τῷ δήμῳ Plu.Per.32, cf. Cat.Mi.30.
German (Pape)
[Seite 779] anstoßen; τὸ γόνυ, Her. 6, 134; τὴν χεῖρα, τὸν πόδα, sich an die Hand, den Fuß stoßen, damit anstoßen, straucheln; auch πρός τι, πρὸς τὸν Ἄθων, Her. 7, 22, vgl. 6, 44; μὴ προσπταίσας τις χωλεύσῃ, Xen. Hell. 3, 3, 3. – Dah. übtr., unglücklich sein, bes. im Kriege, eine Niederlage erleiden, ναυμαχίῃ, in einer Seeschlacht, Her. 9, 107; μεγάλως προσπταῖσαι, 1, 16. 2, 161. 6, 95. 7, 170. 210; im Ggstz von εὐτυχεῖν, 3, 40; auch πρός τινα, gegen Einen Nachtheil, Verlust im Kriege daben, 1, 65. 6, 45; περί τινι, 9, 101, ἀλλὰ μὴ προσπταίσαντας καθάπερ παῖδας ἐν τῷ βοᾶν διατρίβειν, Plat. Rep. X. 604 c; Arist. Eth. 5, 9, Dem. 8, 61 ἀλλ' ἀνάγκη τούτοις ὡς προβόλοις προσπταίοντας ὑστερίζειν ἐκείνων; öfter bei Sp., wie Luc. u. Plut. – Auch τινί , bei Einem anstoßen, seinen Unwillen erregen, ihm Anlaß zur Feindschaft geben, Plut. Pericl. 32 Cat. min. 30.
Greek (Liddell-Scott)
προσπταίω: Δωρ. ποτιπταίω, Κόϊντ. Σμ. 7. 81· - προσκρούω, προσκόπτω, τὸ γόνυ Ἡρόδ. 6. 134· πρ. τὸν πόδα, προσκόπτω τὸν πόδα μου ἐναντίον πράγματός τινος, «σκοντάπτω», Πλουτ. Ἀγησ. 3· οὕτω πρ. πόδεσσι Κόϊντ. Σμ. ἔνθ’ ἀνωτ. 2) ἀπολ., προσκόπτω, Ἀριστοφ. Πλ. 121, Ξεν. Ἑλλ. 3. 3, 3, Πλάτ. Πολ. 604C. 3) μετὰ δοτ. ἀντικειμένου, προσκρούω ἐπί τινος, τινὶ Δημ. 104. ἐν τέλ. 4) ὡσαύτως ἑπομένης ἐμπροθέτου πτώσεως, π. περὶ τῶν Ἄθων, ἐπὶ πλοίων, προσκρούω, προσαράσσω, συντρίβομαι, Ἡρόδ. 7. 22, πρβλ. 6. 44· πρ. πρὸς τὸν οὐδὸν Πλουτ. Τιβ. Γράκχ. 17· ἐν τῇ ὁδῷ Θεοφρ. Χαρ. 15. 5) καθόλου ἐπὶ τῆς πνοῆς, πνεῦμα ἐν τῇ ἄνω φορῇ προσπταίει, ἐμποδίζεται, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 391· ἐπὶ τῆς γλώσσης, Ἀριστ. Προβλ. 11. 60· προσπταίειν... ποιεῖ τὸν ἀκροατήν, ἀγανακτεῖν, ὁ αὐτ. ἐν Ρητ. 3. 9, 6. ΙΙ. μεταφ., ἀποτυγχάνω, ἀντίθετ. τῷ εὐτυχέω, Ἡρόδ. 3. 40., 5. 62· μάλιστα ἀποτυγχάνω ἐν πολέμῳ, ἡττῶμαι, ναυμαχίῃ 9. 107· μεγάλως προσπταῖσαι 1. 16., 2. 161, κλπ.· πρὸς Τεγεήτας μούνους προσέπταιον, ἠτύχουν, δὲν ἀνεδεικνύοντο νικηταί, 1. 65· τῷ πεζῷ προσπταίσας πρὸς τοὺς Βρύγους, ἀτυχήσας, 6. 45. ΙΙΙ. πρ. τινί, συγκρούομαι πρός τινα, ὡς δὲ διὰ Φειδίου προσέπταισε τῷ δήμῳ Πλουτ. Περικλ. 32, Κάτων Νεώτ. 30.
French (Bailly abrégé)
A. tr. heurter contre : τὸ γόνυ HDT se heurter le genou;
B. intr. I. se heurter : τῷ ποδὶ λίθῳ LUC heurter du pied contre une pierre ; πρός τι ou τινί se heurter contre qch;
II. fig.
1 être déçu;
2 se heurter contre, choquer, offenser, τινι;
3 abs. éprouver un échec.
Étymologie: πρός, πταίω.