θυμόμαντις

From LSJ
Revision as of 19:39, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_3)

Μετὰ τὴν δόσιν τάχιστα γηράσκει χάρις → Post munera cito consenescit gratia → Gleich nach der Gabe altert äußerst schnell der Dank

Menander, Monostichoi, 347
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θῡμόμαντις Medium diacritics: θυμόμαντις Low diacritics: θυμόμαντις Capitals: ΘΥΜΟΜΑΝΤΙΣ
Transliteration A: thymómantis Transliteration B: thymomantis Transliteration C: thymomantis Beta Code: qumo/mantis

English (LSJ)

εως, ὁ, ἡ,

   A prophesying from one's own soul, A.Pers. 224 (troch.); cf. θυμόσοφος.

German (Pape)

[Seite 1224] εως, im Geiste ein Seher, mit prophetischem Geiste, Aesch. Pers. 220.

Greek (Liddell-Scott)

θῡμόμαντις: -εως, ὁ, ἡ, ὁ ἐν τῇ ἐαυτοῦ ψυχῇ ἔχων τὴν μαντικὴν δύναμιν, (ἄνευ δηλ. ἐμπνεύσεως θείας ὡς ὁ θεόμαντις), Αἰσχύλ. Πέρσ. 224. - Καθ’ Ἡσύχ.: «θυμόμαντις˙ ὁ τὸ ἀποβησόμενον συλλογιζόμενος καὶ προγιγνώσκων, ψυχόμαντις, καὶ συνεπῶς προορῶν τὰ ἀποβησόμενα» Ἡσύχ.˙ πρβλ. θυμόσοφος, ψυχόμαντις.

French (Bailly abrégé)

εως;
adj. m.
qui est devin par son cœur ou sa raison (non par l’inspiration divine, θεόμαντις).
Étymologie: θυμός, μάντις.