ἀμφίδυμος

From LSJ
Revision as of 19:41, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_1)

Ἱερὸν ἀληθῶς ἐστιν ἡ συμβουλία → Consilia dare, res prorsus et vere sacra est → Ein Heiligtum ist in der Tat ein guter Rat

Menander, Monostichoi, 256
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμφίδῠμος Medium diacritics: ἀμφίδυμος Low diacritics: αμφίδυμος Capitals: ΑΜΦΙΔΥΜΟΣ
Transliteration A: amphídymos Transliteration B: amphidymos Transliteration C: amfidymos Beta Code: a)mfi/dumos

English (LSJ)

ον,

   A two-fold, double, λιμένες ἀ. Od.4.847; ἀκταί A.R. 1.940; πλάστιγγες Opp. H.2.179; ἰσθμός Str.6.1.5; of double nature, Opp.C.3.483; with two barbs, ἄκοντες 1.92. (The termin. -δυμος recurs in δίδυμος, τρίδυμος.)

German (Pape)

[Seite 138] (δύομαι), von beiden Seiten zugänglich, Hom. einmal, Od. 4, 847 λιμένες δ' ἔνι ναύλοχοι αὐτῇ ἀμφίδυμοι, Plur. Homerisch für den Sing.; – ἀκταί Ap. Rh. 1, 940; Opp. Cyn. 3, 483 der Strauß γένεθλον ἀμφίδυμον – μετὰ στρουθοῖο κάμηλος, ein Doppelgeschlecht; öfter bei sp. D. für zweifach, zwei.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμφίδῠμος: -ον, δίδυμος, διπλοῦς, λιμὴν ἀμφ. Ὀδ. Δ. 847· ἀκταὶ Ἀπολ. Ρόδ. Α. 940, πρβλ. Ὀππ. Ἁλ. 1. 179: ὁ διπλῆν ἔχων φύσιν, ὁ αὐτ. Κυν. 3. 483. (Ἡ κατάληξις -δυμος ἀπαντᾷ καὶ ἐν ταῖς λέξ. δίδυμος, τρίδυμος).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
double.
Étymologie: ἀμφί, δίδυμος.