ἀμφισβήτησις

From LSJ
Revision as of 19:41, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_1)

πολλῶν ὁ καιρὸς γίγνεται διδάσκαλος → the critical moment will turn out to be the teacher of many things

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμφισβήτησις Medium diacritics: ἀμφισβήτησις Low diacritics: αμφισβήτησις Capitals: ΑΜΦΙΣΒΗΤΗΣΙΣ
Transliteration A: amphisbḗtēsis Transliteration B: amphisbētēsis Transliteration C: amfisvitisis Beta Code: a)mfisbh/thsis

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A dispute, controversy, ἀ. γίγνεται, ἔστι περί τινος, Pl.Phlb.15a, R.533d; ἀ. Δελφῶν πρὸς Ἀμφισσεῖς ὑπὲρ τῶν ὅρων CIG1711 (Delph., i A.D.); ἀμφισβήτησιν ὑπολείπειν leave room for dispute, Antipho 5.16; ἀμφισβήτησιν ἔχει it admits of question, Arist.EN1100a18, etc.; ἀ. ἔσται, τίνας ἄρχειν δεῖ Pol.1283b3; ἀμφις βητήσεις [εἰσίν], c. acc. et inf., Rh.1417a8; ἐξ ὧν ἡ πόλις συνέστηκεν, ἐν τούτοις ποιεῖσθαι τὴν ἀ. make a claim, Pol.1283a15, etc.    2 as Att. law-term, claim to an inheritance, ἀ. ποιεῖσθαι Lys.17.5, cf Is. 6.4, D.48.26.

German (Pape)

[Seite 144] ἡ, Streit, Zweifel, γίγνεται περί τινος Plat. Phil. 15 a; Soph. 231 a; περί τινός ἐστι Rep. VII, 533 d; πολλὴν ἀμφισβήτησιν ἔχει (τὰ πράγματα) Arist. Nic. Eth. 10, 1, 2, es ist sehr zweifelhaft; ἀμφισβήτησιν ὑπολείπειν Antiph. 5, 16.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμφισβήτησις: -εως, ἡ, φιλονεικία, συζήτησις, ἔρις, ἀντιλογία, ἀμφ. γίγνεται (ἢ ἐστί) περί τινος Πλάτ. Φίληβ. 15Α, Πολ. 533D· ἀμφ. Δελφῶν πρὸς Ἀμφισσεῖς ὑπὲρ τῶν ὅρων Συλλ. Ἐπιγρ. 1711· ἀμφισβήτησιν ὑπολείπειν, ὑπολ. ἀφορμὴν πρὸς ἀμφισβήτησιν, Ἀντιφῶν 131. 17· ἀμφ. ποιεῖν Λυσ. 148. 30· ἀμφισβήτησιν ἔχει, ἐπιδέχεται ἀμφιβολίαν, συζήτησιν, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 10. 1, 2· ἀμφ. ἔσται, τίνας ἄρχειν δεῖ ὁ αὐτ. Πολιτικ. 3. 13, 5· ἀμφισβητήσεις [γίγνονται] μὴ βλαβερὸν εἶναι τι ὁ αὐτ. Ρητ. 3. 16, 6, κτλ. 2) ὡς ὅρος δικαν. τοῦ Ἀττικοῦ δικαίου, τὸ ἐγείρειν ἀξιώσεις ἐπί τινος κληρονομίας (ἴδε ἀμφισβητέω Ι. 3. β), Ἰσαῖος 56. 27.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
1 contestation;
2 sujet de contestation, question controversée.
Étymologie: ἀμφισβητέω.