ἀντίθεσις
English (LSJ)
εως, ἡ,
A opposition, Pl.Sph.257e,258b; ἀντίθεσιν ἔχειν πρός τι correspond to .., Arist.HA503a25; resistance, AP12.200 (Strat.). 2 in Logic, opposition of propositions, in pl., Arist.Int. 19b20, Top.113b15, Metaph.1054a23. b substitution of the contradictory, as 'not-man' for 'man', ἡ σὺν -θέσει ἀντιστροφή, conversion by negation, e.g. 'man is an animal ∴ what is not an animal cannot be a man', Anon.in SE15.23, al. 3 Rhet., antithesis, Isoc. 12.2, Arist.Rh.1410a22; in forensic oratory, counter-proposition, Hermog.Id.1.4, al. 4 Gramm., change or transposition of a letter, Hdn.Gr.2.945, Diom.1.442K.
German (Pape)
[Seite 252] ἡ, der Gegensatz, Plat. Soph 257 e; Plut. im rhetor. Sinne, das Entgegensetzen, Isocr. 12, 2.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντίθεσις: -εως, ἡ, ἐναντίωσις, Πλάτ. Σοφ. 257 Ε, 258 Β· ἀντίθεσιν ἔχειν πρός τι, εἶναι ἀντίθετον, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 2. 11, 3: - ἐναντίωσις, ἀντίστασις, Ἀνθ. Π. 12. 200. 2) ἐν τῇ λογικῇ, ἀντίθεσις προτάσεων, Ἀριστ. περὶ ἑρμην. 10. 3, Τοπ. 2. 8, Μεταφυσ. 9. 3, 1, καὶ ἀλλαχοῦ, πρβλ. ἀντίκειμαι. 3) ἐν τῇ Ρητορικῇ, ἀντίθεσις, Ἰσοκρ. 233Β, Ἀριστ. Ρητ. 3. 9, 9. 4) παρὰ γραμμ., ἡ μετάθεσις γράμματος, «αὐτάκι καὶ κατὰ ἀντίθεσιν αὐτίκα» Ἐτυμολ. Μ. 172. 9., 156. 11.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
1 opposition;
2 opposition d’idées ou de mots, antithèse.
Étymologie: ἀντιτίθημι.