ἀφελής
Σοφῷ παρ' ἀνδρὶ (Σοφοῦ παρ' ἀνδρὸς) πρῶτος εὑρέθη λόγος → Apud sapientem inventa est ratio primitus → Bei einem weisen Mann fand man zuerst Vernunft
English (LSJ)
ές, (φελλεύς)
A without a stone, even, smooth, διὰ τῶν ἀφελῶν πεδίων Ar.Eq.527. II artless, simple, of persons, S.Fr.723, D.Ep.4.11, Luc.DDeor.4.3; εὔκολος καὶ ἀ. Plu.Cat. Ma.6; ἀφελέστατοι τῶν πρότερον Phylarch.43; frater ἀφελέστατος Cic.Att.1.18.1; ἀ. κατὰ τὴν ἐσθῆτα Plb.11.10.3; also ἀ. ἐντεύξεις Id.18.49.4; ἀ. ψυχή simple, in good sense, IG14.1839. Adv. -λῶς, ἔχειν Plb.38.7.4; μετρίως καὶ ἀ. οἰκεῖν Plu.Pomp.40; naively, Cic.QF 1.2.3 (prob.); πολλὰ ἀ. πιστεύσας ἀπώλεσεν Vett.Val.168.23. b in bad sense, bold, brazen, AP5.41 (Rufin.). Adv. -λῶς, παίζουσα dub. l. in Thgn.1211; κατηγορίαν ποιήσασθαι Aristid.2.116J. 2 Rhet., simple, not intricate or involved, opp. ἐν κώλοις, περίοδος Arist. Rh.1409b16: generally, of style, affecting simplicity or artlessness, τὸ ἀ. D.H.Comp.22; λέξις λιτὴ καὶ ἀ. Id.Dem.2; φράσις ἰσχνὴ καὶ ἀ. Id.Pomp.2; λέξις ἀ. καὶ ἄθρυπτος Plu.Lyc.21; ἀφέλεια -εστέρα Hermog.Id.2.12. Adv. -λῶς, γράφειν ib.10.
German (Pape)
[Seite 408] ές (φελλεύς), 1) ohne Steine, eben, πεδία weite, ebene Felder, Ar. Equ. 525. – 2) ohne Anstoß. tadellos, αἰδώς Anacr. 16, 36. – Gew. 3) einfach, schmucklos, ἀφελέστατος καὶ ἁπλοϊκώτατος Luc. Alex. 4. Bei Ruf. ep. 35 (V, 42) Ggstz λίαν σώφρων; vgl. Cic. Attic. 1, 18, vom Essen. – Adv. ἀφελῶς, z. B. φαγεῖν Plut. Caes. 17; ἑστιαθεὶς ἀφελῶς καὶ μουσικῶς Ath. X, 419 c.
Greek (Liddell-Scott)
ἀφελής: -ές, (φελλεὺς) ἄνευ λίθων, ἐπίπεδος, ὁμαλός, διὰ τῶν ἀφελῶν πεδίων Ἀριστοφ. Ἱππ. 527· μνημονεύεται ἐκ τοῦ Σοφ. (Ἀποσπ. 648) ἐν Α. Β. 83. 23. ΙΙ. ἐπὶ προσώπων, ἁπλοῦς, ἀπέριττος, ἁπλοϊκός, Δημ. 1489. 19, Λουκ. Θεῶν Διάλ. 4. 3· ἀφ. ψυχή, ἁπλῆ, ἐπὶ καλῆς σημασίας, Ἐπιγράμμ. Ἑλλ. 727. 5, πρβλ. 14: - Ἐπίρρ. ἀφελῶς, μετ’ ἀφελείας, ἁπλότητος, Θέογν. 1211. Πολύβ. 39. 1, 4, Πλουτ. Πομπ. 40, κτλ. 2) ἐπὶ γλώσσης, ἢ ὕφους, οὐχὶ περίπλοκος, ἢ πολύπλοκος, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ ἐν κώλοις, Ἀριστ. Ρητ. 3. 9, 5· ἀπέριττος, ἄτεχνος, ἀπροσποίητος, Πλουτ. Λυκ. 21.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
non raboteux ; fig. simple, sans recherche ; sans art, sincère, naïf.
Étymologie: ἀ, R. Φελ grossir, se gonfler ; cf. φελλεύς.