ἐξαμβλόω

From LSJ
Revision as of 19:44, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_2)

οὐ γὰρ πράξιν ἀγαθὴν, ἀλλὰ καὶ εὖ ποεῖν αὐτὴν → it does not suffice to do good–one must do it well

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐξαμβλόω Medium diacritics: ἐξαμβλόω Low diacritics: εξαμβλόω Capitals: ΕΞΑΜΒΛΟΩ
Transliteration A: examblóō Transliteration B: exambloō Transliteration C: eksamvloo Beta Code: e)camblo/w

English (LSJ)

(ἐξαναβλ- is dub. in Hsch.), aor.2 inf. -αμβλῶναι prob.

   A f.l. for -ῶσαι in Them.Or.2.33b:—make to miscarry, νηδὺν ἐξαμβλοῦμεν E.Andr.356:—Pass., of the foetus, miscarry, βρέφος ἐξαμβλωθέν Apollod.3.4.3: metaph., αὕτη ἡ ἐλπὶς ἐξήμβλωτο αὐτῇ Ael.Fr.57.    2 make abortive: metaph., φροντίδ' ἐξήμβλωκας you have made a notion miscarry, Ar.Nu.137; to which Strepsiades retorts, εἰπέ μοι τὸ πρᾶγμα τοὐξημβλωμένον your abortive thought, ib.139, cf. Pl.Tht.150e; ἐ. θείας γονάς Ph.1.219:—Pass., ὁ πυρὸς ἐξαμβλούμενος Thphr.CP4.5.3; σώματος ἰσχὺς ἐξαμβλοῦται Plu. 2.2e.    II intr., prove abortive, Ael.NA2.25: impers., ἐξαμβλοῖ a miscarriage follows, Arist.HA577b6.

German (Pape)

[Seite 867] 1) dasselbe, τὰ λοιπὰ ἐξήμβλωσαν Plat. Theaet. 150 e; Arist. u. Sp. – 2) εἰ σὴν παῖδα φαρμακεύομεν καὶ νηδὺν ἐξαμβλοῦμεν Eur. Andr. 356, wenn wir machen, daß der Mutterleib eine Fehlgeburt thut; übertr. komisch, φροντίδ' ἐξήμβλωκας ἐξηυρημένην Ar. Nubb. 137, machen, daß aus der aufgefundenen Idee eine Fehlgeburt wird, wie 140 τὸ πρᾶγμα τοὐξημβλωμένον, das fehlgeborne Ding; vgl. ἰσχὺς ἀμβλοῦται, wird abgestumpft, Plut. educ. puer. 4 M. – 3) fehlschlagen, ἐξήμβλωτο ἡ ἐλπίς Ael. bei Suid.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξαμβλόω: κάμνω νὰ πάθῃ ἔκτρωσιν, εἰ σὴν παῖδα φαρμακεύομεν καὶ νηδὺν ἐξαμβλοῦμεν Εὐρ. Ἀνδρ. 356· ἐν τῷ παθ., οὐκ ἐξήμβλωτό σὶ ἡ ἐλπίς, οὐκ ἀτελὴς ἐγένετο, Αἰλ. παρὰ Σουΐδ. ἐν λέξει ἐξήμβλωκας. 2) μεταφ., φροντίδ’ ἐξήμβλωκας «ἀτελῆ ἐποίησας» (Σουΐδ. ἐν λέξει), Ἀριστοφ. Νεφ. 137· πρὸς ὃ ὁ Στρεψιάδης ἀπαντᾷ, εἰπέ μοι τὸ πρᾶγμα τοὐξημβλωμένον, «τὸ παραπολωλὸς καὶ διεφθαρμένον» (Σουΐδ.), Ἀριστοφ. Νεφ. 139, πρβλ. Πλάτ. Θεαίτ. 150Ε· οὕτω περὶ σίτου, ὁ δὲ πυρὸς εἰς τίφην οὐ μεταβάλλει καὶ ζειὰν ἐξαμβλούμενος Θεόφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 4. 5, 3· ἰσχὺς ἐξαμβλοῦται Πλούτ. 2, 2F. ΙΙ. ἀμεταβ., καθίσταμαι ἀνωφελής, μάταιος, ματαιοῦμαι, Αἰλ. π. Ζ. 2. 25· ἀπροσ., ἐξαμβλοῖ, ἀκολουθεῖ ἀποβολή, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 23, 5.

French (Bailly abrégé)

f. ἐξαμβλώσω, ao. ἐξήμβλωσα, pf. ἐξήμβλωκα;
I. tr. 1 rejeter par avortement;
2 faire avorter ; fig. σώματος ἰσχὺς ἐξαμβλοῦται PLUT la force du corps est émoussée;
II. intr. avorter.
Étymologie: ἐξ, ἀμβλόω.