συγκάθημαι

From LSJ
Revision as of 19:44, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_4)

Ζωῆς πονηρᾶς θάνατος αἱρετώτερος → Satius mori quam calamitose vivere → Dem schlechten Leben vorzuziehen ist der Tod

Menander, Monostichoi, 193
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συγκάθημαι Medium diacritics: συγκάθημαι Low diacritics: συγκάθημαι Capitals: ΣΥΓΚΑΘΗΜΑΙ
Transliteration A: synkáthēmai Transliteration B: synkathēmai Transliteration C: sygkathimai Beta Code: sugka/qhmai

English (LSJ)

Ion. συγ-κάτημαι, used as pf. of συγκαθέζομαι,

   A sit as assessor with, [τῷ Καίσαρι] Wilcken Chr.14 ii 5 (i A.D.); live in the same quarters, Hdt.3.68; of a number of persons, sit together, E.Ba.811, X.An.5.7.21; esp. of persons sitting to deliberate, sit in conclave, meet in assembly, ἐν τῇ Πυκνὶ . . πρόβατα -ήμενα Ar.V.32; ἐν συνεδρίῳ X.HG2.4.23; περὶ εἰρήνης Th.5.55: abs., Aeschin.3.115.    II sink or subside together, settle down, Str.16.4. 16; ἐς γόνυ συγκαθήμενος Luc.Pseudol.20.

German (Pape)

[Seite 963] (s. ἧμαι), zusammen od. mit einander sitzen, ἐν ὄρεσι συγκαθημένας, Eur. Bacch. 809; bes. gemeinschaftlich bei einer Arbeit sitzen, Her. 3, 68; περὶ εἰρήνης, sich versammelt haben, um zu unterhandeln, Thuc. 5, 55; vgl. Xen. An. 5, 7, 21; – zusammensinken, -fallen, sich zugleich senken, Strab. XVI; ἐς γόνυ, Luc. pseudol. 20.

Greek (Liddell-Scott)

συγκάθημαι: κυρίως πρκμ. τοῦ συγκαθέζομαι, κάθημαι πλησίον τινὸς ἢ παραπλεύρως, Ἡρόδ. 3. 68, Εὐρ. Βάκχ. 810 ἐπὶ πολλῶν προσώπων ὁμοῦ καθημένων, Ξεν. Ἀν., 5. 7, 21· μάλιστα ἐπὶ πολλῶν συγκαθημένων ὅπως συσκεφθῶσι περί τινος, συνέρχομαι, συσκέπτομαι, ἐν ἐκκλησιᾳ, συνεδριάζω, ἐν τῇ Πυκνὶ Ἀριστοφ. Σφ. 32· ἐν συνεδρίῳ Ξεν. Ἑλλ. 2. 4, 23· περὶ εἰρήνης Θουκ. 5. 55· ἀπολ., Αἰσχίν. 69. ἐν τέλει. ΙΙ. κοντοκαθίζω, κάθημαι στηριζόμενος ἐπὶ τῶν ποδῶν μου, ἐπὶ ζῴων, κάθημαι ἐπὶ τῶν ὀπισθίων ποδῶν, τελέως δὲ τὰ ὀπίσθια ταπεινότερα τῶν ἐμπροσθίων ἐστὶν ὥστε δοκεῖν συγκαθῆσθαι τῷ οὐραίῳ μέρει (περὶ καμηλοπαρδάλεως), Λατ. considere, Στράβ. 775· ἐς γόνυ συγκαθήμενος Λουκ. Ψευδολογιστ. 20.

French (Bailly abrégé)

seul. prés.
I. 1 être assis avec ou à côté de;
2 siéger ensemble : περὶ εἰρήνης THC pour traiter de la paix;
II. être assis ou affaissé en même temps.
Étymologie: σύν, κάθημαι.