τόρνος

From LSJ
Revision as of 19:46, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_5)

ἀγεωμέτρητος μηδεὶς εἰσίτω → no one ignorant of geometry may enter, let no one ignorant of geometry enter, let no one ignorant of geometry come in

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τόρνος Medium diacritics: τόρνος Low diacritics: τόρνος Capitals: ΤΟΡΝΟΣ
Transliteration A: tórnos Transliteration B: tornos Transliteration C: tornos Beta Code: to/rnos

English (LSJ)

ὁ,

   A carpenter's tool for drawing a circle, like our compasses, prob. a pin at the end of a string, Lat. tornus (Plin.HN7.198), Thgn.805; κυκλοτερὴς ὡς ἀπὸ τόρνου (of the representation of the earth in early maps) Hdt.4.36; τροχὸς τόρνῳ γραφόμενος E.Ba.1067 (perh. in signf. 11); κύκλος τις ὡς τόρνοισιν ἐκμετρούμενος Id.Fr.382.3.    2 κύκλου τ. the centre of a circle, X.Vect.1.6.    II turning-lathe, βόμβυκας τόρνου κάματον A.Fr.57.3 (anap.); καθάπερ τῆς ἐν τόρνψ κυκλοφορουμένης σφαίρας as of a ball being turned in a lathe, Arist. Mu.391b22; τὰ τοῖς τόρνοις γιγνόμενα ἐπίπεδά τε καὶ στερεά Pl. Phlb.51c, cf. 56c; ὁ Ἰουδαϊκὸς λίθος . . ἔχων γραμμὰς παραλλήλους ὡς ἀπὸ τόρνου Dsc.5.137; metae . . ex torno ita perfectae, ut alia in aliam inire convenireque possit, Vitr.9.8.6, cf. 10.7.3; ἄξων ἀπὸ τόρνου εἰργασμένος Hero Spir.1.16, cf. Aut.11.2.    III that which is turned, circle, round, D.P.157.

German (Pape)

[Seite 1130] ὁ, 1) ein Werkzeug der Zimmerleute, einen Kreis vorzuzeichnen und das Holz darnach zu runden, unserm Zirkel entsprechend; wahrscheinlich ein Stift, den man einsetzte, nebst einer daran befestigten Schnur, die man straffgezogen im Kreise herumführte, wodurch die Zirkellinie beschrieben wurde, vgl. Welck. zu Theogn.; Xen. Vect. 1, 6; τροχὸς τόρνῳ γραφόμενος, Eur. Bacch. 1065; Theogn. 805; κυκλοτερὴς ὡς ἀπὸ τόρνου, Her. 4, 36; κανόνι καὶ τόρνῳ χρῆται τεκτονική, Plat. Phil. 56 b. – 2) das Dreheisen der Drechsler, tornus, βόμβυκας ἔχων τόρνου κάματον Aesch. frg. 51. – Auch das Schnitzmesser oder der Meißel, der Grabstichel, zum Schnitzen erhabener Arbeit und zum Glätten und Poliren gebraucht, Theophr. u. A. – 3) das durch diese Werkzeuge Hervorgebrachte, bes. Kreis, Rundung, Sp., τόξου τόρνῳ D. Per. 157.

Greek (Liddell-Scott)

τόρνος: ὁ, (ἴδε τείρω) ἐργαλεῖον τοῦ ξυλουργοῦ δι’ οὗ ἐσχηματίζετο κύκλος, πιθανῶς δὲ ἀπετελεῖτο ἐκ περόνης προσδεδεμένης εἰς τὸ ἄκρον σχοινίου, οὗ τὸ ἕτερον ἄκρον διέμενεν ἀκίνητον ἐν τῷ κέντρῳ τοῦ κύκλου, Λατ. tornus (Πλίν. 7. 37), Θέογν. 803· κυκλοτερὴς ὡς ἀπὸ τόρνου Ἡρόδ. 4. 36, πρβλ. Πλάτ. Φίληβ. 51C, 56Β· τροχὸς τόρνῳ γραφόμενος Εὐρ. Βάκχ. 1067 - ἐν Ξεν. Πόροις 1, 6, τόρνος εἶναι τὸ μέρος τοῦ ἐργαλείου τὸ διαμένον ἐν τῷ κέντρῳ, ὅθεν αὐτὸ τὸ κέντρον. ΙΙ. ὡς καὶ νῦν, ὁ τόρνος, βόμβυκας τόρνου κάματον Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 55· «τοῦ σύμπαντος οὐρανοῦ τε καὶ κόσμου σφαιροειδοῦς ὄντος δύο ἀκίνητα ἐξ ἀνάγκης ἐστὶ σημεῖα καταντικρὺ ἀλλήλων, καθάπερ τῆς ἐν τόρνῳ κυκλοφορουμένης σφαίρας στερεὰ μένοντα καὶ συνέχοντα τὴν σφαῖραν» Ἀριστ. περὶ Κόσμου 2, 3 (ὅθεν τορνεύω). ΙΙΙ. τὸ τορνοειδές, τὸ στρογγύλον, Διον. Π. 157, ἔνθα ἴδε Σχόλ. Εὐσταθ. - Καθ’ Ἡσύχ.: «τόρνος· ἐργαλεῖον τεκτονικόν, ᾧ τὰ στρογγύλα σχήματα περιγράφεται», κατὰ δὲ Σουΐδ.: «τόρνος· ξύλον στρογγύλον, ἢ τὸ τρῆμα. καὶ τὸ ἐνιέμενον εἰς αὐτό».

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
tour, métier pour travailler le bois ou les métaux.
Étymologie: τείρω.