παραλανθάνω
From LSJ
Λύπης ἰατρός ἐστιν ἀνθρώποις λόγος → Maeroris unica medicina oratio → für Menschen ist der Trauer Arzt allein das Wort
English (LSJ)
A escape the notice of, τινα Pl.Hp.Ma.298b, Isoc.10.14, 11.48, D.46.17 : abs., lie hid, concealed, ἐν ταῖς ψάμμοις f l. in Hdn. 4.15.2.
German (Pape)
[Seite 486] (s. λανθάνω), daneben, dabei verborgen sein, τινά, vor Jemandem, Plat. Hipp. mai. 298 b; Isocr. 10, 14; entgehen, παρέλαθεν αὐτοὺς τοῦτο, Dem. 46, 17; Sp.; absol., Hdn. 4, 15, 7.
Greek (Liddell-Scott)
παραλανθάνω: διαφεύγω τὴν προσοχήν τινος, τινὰ Πλάτ. Ἱππ. Μείζ. 298Β, Ἰσοκρ. 210D, 230D. κτλ.· ― ἀπολ., κεῖμαι κεκρυμμένος, ἐν ταῖς ψάμμοις Ἡρῳδιαν. 4. 15, 7.
French (Bailly abrégé)
ao.2 παρέλαθον, etc.
être caché à, être ignoré ou inconnu de.
Étymologie: παρά, λανθάνω.