ἀποπατέω
Εὐφήμει, ὦ ἄνθρωπε· ἁσμενέστατα μέντοι αὐτὸ ἀπέφυγον, ὥσπερ λυττῶντά τινα καὶ ἄγριον δεσπότην ἀποδράς → Hush, man, most gladly have I escaped this thing you talk of, as if I had run away from a raging and savage beast of a master
English (LSJ)
fut.
A -ήσομαι Ar.Pl.1184, but -ήσω Hp.Morb.2.66: aor. subj. -πατήσω Ar.Ec.354:—retire to ease oneself, Cratin.49, Ar.ll.cc., M.Ant.10.19, D.C.78.5, etc. II pass with the excrement, void, τι Ar.Ec.351.
German (Pape)
[Seite 318] bei Seite treten, um seine Nothdurft zu verrichten, Ar. Eccl. 354 u. öfter; auch mit dem acc., ἱμονιάν 351; fut. med., Plut. 1184. – Hippocr. = abgehen, von Würmern, ἅμα τῇ κόπρῳ.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποπᾰτέω: μέλλ. -ήσομαι, Ἀριστοφ. Πλ. 1184, ἀλλ’ -ήσω Ἱππ. 484, 29 (πρβλ. ἐναποπατέω, περιπατέω): ἀόρ. ὑποτακτ. -πατήσω Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 354: - ἀποχωρῶ ἀπὸ τῆς ὁδοῦ, παραμερίζω χάριν φυσικῆς ἀνάγκης, Κρατῖν. ἐν «Δραπέτισιν» 8, Ἀριστοφ. ἔνθ’ ἀνωτ.: πρβλ. ἀφοδεύω. ΙΙ. ἀποπατῶ ἀντὶ κόπρου ἄλλο τι, ἀλλά σὺ μὲν ἱμονιάν τιν’ ἀποπατεῖς Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 351, Μ. Ἀντων. 10. 19.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
1 intr. aller à l’écart, càd à la selle;
2 tr. rendre par les selles.
Étymologie: ἀπό, πατέω².