ἀρίσημος

From LSJ
Revision as of 19:49, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_1)

Κρίνει φίλους ὁ καιρός, ὡς χρυσὸν τὸ πῦρ → Aurum probatur igne, amicus tempore → Der Zeitpunkt sondert Freunde, wie das Feuer Gold

Menander, Monostichoi, 276
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀρίσημος Medium diacritics: ἀρίσημος Low diacritics: αρίσημος Capitals: ΑΡΙΣΗΜΟΣ
Transliteration A: arísēmos Transliteration B: arisēmos Transliteration C: arisimos Beta Code: a)ri/shmos

English (LSJ)

[ᾰρῐ], ον, (σῆμα)

   A notable, ἀρίσημα δὲ ἔργα τέτυκτο h.Merc. 12; καὶ τύμβος καὶ παῖδες ἐν ἀνθρώποις ἀρίσημοι Tyrt.12.29; ἀνήρ Hp. Ep.10; εἰκών Epigr.Gr.260 (Cyrene).    II plain, visible, τρίβος Theoc.25.158. Adv. -μως Hld.6.14.

German (Pape)

[Seite 351] (σῆμα), sehr deutlich, offenkundig, H. h. Merc. 12; -σαμος Theocr. 25, 158. – Adv. -σήμως Heliod. 6, 14.

Greek (Liddell-Scott)

ἀρίσημος: -ον, (σῆμα) λίαν φανερός, ἀξιοσημείωτος, περιφανής, ἀρίσημα δὲ ἔργα τέτυκτο Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 12· καὶ τύμβος καὶ παῖδες ἐν ἀνθρώποις ἀρίσημοι Τυρταῖος 9. 29· εἰκών, Συλλ. Ἐπιγρ. 5362b. ΙΙ. σφόδρα ἐναργής, ὀρατός, τρίβος Θεόκρ. 25. 158. - Ἐπίρρ. -μως Ἡλιόδ. 6. 14.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 notable, remarquable;
2 tout à fait visible.
Étymologie: ἀρι-, σῆμα.