Ἀττικός
θοῦ, Κύριε, φυλακὴν τῷ στόµατί µου καὶ θύραν περιοχῆς περὶ τὰ χείλη µου → set a guard over my mouth, Lord; keep watch over the door of my lips | set a guard, O Lord, over my mouth; keep watch over the door of my lips (Psalm 140:3, Septuagint version)
English (LSJ)
ή, όν,
A Attic, Athenian, Sol.2, Alc.32, A.Eu.681, etc.; σφόδρ' . . Ἀττικάς of true Attic breed, Ar.Lys.56; Ἀ. πάροικος, prov. of a troublesome neighbour, Arist.Rh.1395a18. II ἡ Ἀττική (sc. γῆ) Attica, Hdt.5.76, etc.; cf. Ἀτθίς. III Gramm., Ἀττικοί, οἱ, Attic writers, Longin.34.2, Phryn.302, etc.; Ἀ. γράμματα the Attic alphabet, D.59.76, Paus.6.19.6; Ἀ. σχῆμα, use of nom. for voc., A.D.Synt.214.2; χρῆσις ib.59.20; -κόν, τό, the Attic style, Plu.2.79d: Comp. -ώτερος Cic.Att.1.13.5 (with play on the name Atticus): Sup., ib.15.1b.2. Adv.-κῶς D.16.2 codd., Luc.Sol.6: Comp. -ώτερον A.D.Adv.132.20. IV Ἀττικόν, τό, a remedy, Hp.Epid.4.47.
Greek (Liddell-Scott)
Ἀττικός: -ή, -όν, (ἀκτή) Ἀττικός, Ἀθηναῖος, Σόλων 2, Αἰσχύλ. Εὐμ. 681, κτλ.· σφόδρ’... Ἀττικάς, ἐξ ἀληθοῦς Ἀττικοῦ γένους, Ἀριστοφ. Λυσ. 56· Ἀττικὸς πάροικος, παροιμ. ἐπὶ φιλοταράχου γείτονος, Ἀριστ. Ρητ. 2. 21, 12. ΙΙ. ἡ Ἀττικὴ (ἐνν. γῆ), Ἡρόδ. 5. 76, κτλ.· πρβλ. Ἀτθίς. ΙΙΙ. τό Ἀττικόν, τὸ Ἀττικὸν ὕφος ἢ κομψότης, Πλούτ. 2. 79D: ― Ἐπίρρ. -κῶς Δημ. 202.11.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
I. adj. attique, athénien;
II. subst.
1 ἡ Ἀττική (γῆ) l’Attique;
2 τὸ Ἀττικόν le dialecte attique;
3 οἱ Ἀττικοί les habitants de l’Attique.
Étymologie: par assimil. p. ἀκτικός, ou, sel. d’autres, p. ἀστικός -- DELG p. Ἀτθικός (cf. Ἀτθίς) avec perte de l’aspiration, dérivé de Ἀθῆναι avec gémination expressive.