βαρβαρισμός
ὃς ἂν βούληται τῆν γῆν κινῆσαι κινησάτω τὸ πρῶτον ἑαυτόν → let him that would move the world first move himself
English (LSJ)
ὁ,
A use of a foreign tongue or of one's own tongue amiss, barbarism, Arist.Po.1458a26, Diog.Bab.Stoic.3.214, Ph.1.124, Plu.2.731e; μιᾶς λέξεως κακία ὁ β., ἐπιπλοκῆς δὲ λέξεων ἀκαταλλήλων ὁ σολοικισμός A.D.Synt.198.7.
German (Pape)
[Seite 432] ὁ, eigtl. das Reden einer fremden Sprache, das Reden oder Schreiben einer Sprache nach Art eines Fremden, dah. Sprachfehler, fehlerhafter Ausdruck, Arist. Poet. 22; Luc. D. Mort. 10, 10 Gramm.
Greek (Liddell-Scott)
βαρβᾰρισμός: χρῆσις ξένης τινὸς γλώσσης ἢ αὐτῆς τῆς γλώσσης τοῦ λαλοῦντος ἐσφαλμένη, Ἀριστ. Ποιητ. 22. 4 καὶ 6· πρβλ. Gellius 5. 20· - τὸ περὶ τὴν λέξιν ἁμάρτημα, Γραμματ.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
langage inintelligible comme serait une langue étrangère.
Étymologie: βαρβαρίζω.