βαρύγυιος
From LSJ
τίς γὰρ ἁδονᾶς ἄτερ θνατῶν βίος ποθεινὸς ἢ ποία τυραννίς; τᾶς ἄτερ οὐδὲ θεῶν ζηλωτὸς αἰών → What human life is desirable without pleasure, or what lordly power? Without it not even the life of the gods is enviable.
English (LSJ)
ον,
A weighing down the limbs, wearisome, κέλευθα Opp.H.5.63; νοῦσος AP6.190.9 (Gaet.).
German (Pape)
[Seite 433] gliederbeschwerend, -lähmend, νοῦσος Gaetul. 3 (VI, 190); κέλευθα Opp. Hal. 5, 63.
Greek (Liddell-Scott)
βᾰρύγυιος: -ον, ὁ βάρος προξενῶν εἰς τὰ μέλη, κοπιαστικός, κέλευθα Ὀππ. Ἁλ. 5. 63· νοῦσος Ἀνθ. ΙΙ. 6. 190.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui alourdit les membres, fatigant, accablant.
Étymologie: βαρύς, γυῖον.