ἀχίτων
αἰθὴρ δ᾽ ἐλαφραῖς πτερύγων ῥιπαῖς ὑποσυρίζει (Aeschylus, Prometheus Bound 126) → The bright air fanned | whistles and shrills with rapid beat of wings.
English (LSJ)
[ῐ], ον, gen. ωνος,
A without tunic, i.e. wearing the ἱμάτιον only, of Socrates, X.Mem.1.6.2; of Agesilaus, Ael.VH7.13, Plu.2.210b, cf. 276c; of Cleanthes the Stoic, D.L.7.169; of Gelon, ἀ. ἐν ἱματίῳ D.S.11.26.
German (Pape)
[Seite 418] ωνος, Xen. Mem. 1, 6, 2; Plut. Coriol. 14; bes. von den Cynikern, die im bloßen Mantel gehen.
Greek (Liddell-Scott)
ἀχίτων: [ῐ], -ον, γεν. -ωνος, ὁ ἄνευ χιτῶνος, δηλ. φορῶν μόνον τὸ ἱμάτιον, περὶ τοῦ Σωκράτους, Ξεν. Ἀπομν. 1. 6, 2· οὕτω καὶ περὶ τοῦ Ἀγησιλάου, Αἰλ. Π. Ἱστ. 7. 13, Πλούτ. 2. 21. 210Β. πρβλ. 276G· περὶ Κλεάνθους τοῦ κυνικοῦ, Διογ. Λ. 7. 169· περὶ τοῦ Γέλωνος, ἀχ. ἐν ἱματίῳ Διόδ. 11. 26.
French (Bailly abrégé)
ων, ον ; gén. ωνος;
sans tunique, càd qui ne porte que l’ ἱμάτιον.
Étymologie: ἀ, χιτών.