βράγχιον

From LSJ
Revision as of 19:50, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_1)

Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut

Menander, Monostichoi, 234
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βράγχιον Medium diacritics: βράγχιον Low diacritics: βράγχιον Capitals: ΒΡΑΓΧΙΟΝ
Transliteration A: bránchion Transliteration B: branchion Transliteration C: vragchion Beta Code: bra/gxion

English (LSJ)

τό,

   A fin, dub. in Arion 1.4 (βράγχιοι codd. Ael.).    II in pl., gills of fishes, Arist.HA589b19, PA696b1, Theoc.11.54 (sg., Ael.NA16.12).    III = βρόγχιον, βρόγχος, dub.l. in Arist.Spir.483a22, cf. HA603a32.    IV hull of a ship, Hsch.

German (Pape)

[Seite 460] τό, Floßfeder; πτέρωμα βραγχίου Ael. H. A. 16, 12; s. βράγχια.

Greek (Liddell-Scott)

βράγχιον: τό, πτερύγιον. πτέρωμα βραγχίου Αἰλ. Ζ. Ι. 16. 12, πρβλ. Ἀρίωνα αὐτόθι 12. 45 (σ. 566 Bgk.) ΙΙ. κατὰ πληθ. Λατ. branchiae, τὰ σπάραχνα τῶν ἰχθύων, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 8. 2, 8, Ζ. Μ. 4. 13, 15 κ. ἀλλ. ΙΙΙ. = βρόγχιον, βρόγχος, ὁ αὐτ. Προβλ. 50. 5, Πνεύμ. 5, 1· βράγχια, ὁ αὐτ. Ἱστ. Ζ. 8. 21, 1· ἀλλ᾽ ἐν τοῖς χωρίοις τούτοις τὸ βρογχ- εἶναι διάφ. γραφ. καὶ πιθανῶς ἔπρεπεν οὕτω νὰ διορθωθῶσι.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
1 nageoire;
2 τὰ βράγχια branchies, ouïes des poissons.
Étymologie: DELG t. techn. sans étym.