γένειον
κείνους δὲ κλαίω ξυμφορᾷ κεχρημένους (Euripides' Medea 347) → I weep for those who have suffered disaster
English (LSJ)
τό, (γένυς)
A part covered by the beard, chin, Od.16.176; πολιὸν γ. Il.22.74; esp. in supplication, ἔλλαβε χειρὶ γενείου 8.371; γ. χειρὶ παχείῃ ἁψάμενος 10.454; γενείου λευκήρη τρίχα A.Pers.1056 (lyr.), cf. Th.666, Hdt.2.36: in pl., S.OT1277, Plu.Ant.1; κείρασθαι τὰ γ. Id.Cat.Mi.53: prov. of a lean animal, οὐδὲν ἄλλο πλὴν γ. τε καὶ κέρατα nothing but chin and horns, Ar.Av.902. 2 beard, Hdt.6.117: pl., Theoc.6.36, J.AJ11.5.3, Paus.2.10.3, Theo Sm.p.104H. b a lion's mane, Luc.Cyn.14. 3 chaps, Arist.HA518b17; jaws, AP7.531 (Antip. Thess.). 4 pl., teeth of a saw, Nic.Th.53. 5 dub. sens. in IG11(2).165.11, 28 (Dclos, iii B. C.).
German (Pape)
[Seite 482] τό, das Kinn, allein u. mit dem Bart, auch der Bart allein; Hom. Iliad. 8, 371. 10, 454. 22, 74. 24, 516 Odyss. 11, 583. 16, 176. 19, 473; Tragg.; Pind. Ol. 1, 68 γένειον μέλαν ἔρεφον λάχναι; Her. 4, 23; Xen. Cyr. 8, 3, 30; πρὸς γενείου, Beschwörungsformel, Soph. El. 1208; γένειον καὶ κέρατα, sprichwörtlich: Haut u. Knochen, von einem dürren Opferthier, Ar. Av. 902. – Sp. brauchen es in allgemeiner Bdtg, πολυόδοντα, Kinnbacken, Nic. Th. 52; vgl. Arist. H. A. 1, 11; πρίειν γ. ἀφριόεν, Gebiß, Zähne, Antp. Th. 26 (VII, 531); – λέοντος, Mähne, Luc. Cyn. 14. – Sp. brauchen oft den plur. für den sing., bes. Plut., z. B. Anton. 1; vgl. Theocr. 6, 36.
Greek (Liddell-Scott)
γένειον: τὸ, (γένυς) τὸ μέρος ὅπερ καλύπτεται ὑπὸ τοῦ πώγωνος, ἡ κάτω σιαγών, τὸ πηγοῦνι, mentum, Γερμ. kinn, Ὀδ. ΙΙ. 176 (πρβλ. γενειάς)· πολιὸν γ. Ἰλ. Χ. 74· ἰδίως ἐν ἱκετείᾳ, ἔλλαβε χειρὶ γενείου Θ. 371· γενείου χειρὶ παχείῃ ἁψάμενος Κ. 454· γενείου… λευκήρη τρίχα Αἰσχύλ. Πέρσ. 1056, πρβλ. Θήβ. 666. κτλ.· κατὰ πληθ., Σοφ. Ο. Τ. 1277·- παροιμ. ἐπὶ ἰσχνοῦ ζῷου, οὐδὲν ἄλλο πλὴν γένειόν τε καὶ κέρατα, δὲν εἶναι ἄλλο τι εἰμὴ πηγοῦνι καὶ κέρατα (πετσὶ καὶ κόκκαλο), Ἀριστοφ. Ὄρν. 902. 2) ὁ πώγων, Ἡρόδ. 6. 117· κατὰ πληθ., Παυσ. 2. 10, 3., 2. 13, 5. 3) ἐν τῇ Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 1. 11, 10, ἡ ἄνω σιαγὼν (ἴδε γένυς)· ἡ παρειά, Νίκ. Θ. 53, Ἀνθ.II. 7. 531.
French (Bailly abrégé)
ον (τό) :
1 menton : γενείου λαβεῖν ou ἅπτεσθαι, toucher le menton en parl. des suppliants ; πρὸς γενείου, je t’en supplie;
2 barbe.
Étymologie: γένυς.