γέλγη
From LSJ
English (LSJ)
έων, τά,
A = ῥῶπος, frippery: the market where they are sold, Eup.304, Luc.Lex.3. (γέλγη, ἡ, Ael.Dion.Fr.295, is prob.an error due to Eust.)
German (Pape)
[Seite 479] τά, kleine, kurze Waaren, = ῥῶπος, Eupol. Poll. 9, 47; die Form ἡ γέλγη scheint falsch; auch = Näschereien, u. bei Luc. Lexiph. 3 der Marktplatz dafür.
Greek (Liddell-Scott)
γέλγη: -ῶν, τά, = ῥῶπος, μικραὶ πραγματεῖαι, «ψιλικὰ» ἢ παλαιὰ πράγματα, καὶ ὁ τόπος ἔνθα πωλοῦνται, Εὔπολ. ἐν Ἀδήλ. 5, Λουκ. Λεξιφ. 3. (γέλγη, ἡ, φαίνεται ὅτι εἶναι σφάλμα τῶν γραμμ.).
French (Bailly abrégé)
ῶν (τά) :
marché aux chiffons, aux objets de rebut.
Étymologie: DELG t. pop. sans étym.