δαπάνη

From LSJ
Revision as of 19:51, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_1)

Ζήτει γυναῖκα σύμμαχον τῶν πραγμάτων → Quaere adiuvamen rebus uxorem tuis → Als Partnerin im Leben such dir eine Frau

Menander, Monostichoi, 199
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δᾰπᾰνη Medium diacritics: δαπάνη Low diacritics: δαπάνη Capitals: ΔΑΠΑΝΗ
Transliteration A: dapánē Transliteration B: dapanē Transliteration C: dapani Beta Code: dapa/nh

English (LSJ)

ἡ,

   A cost, expenditure, Hes.Op.723, al.; δ. χρυσοῦ καὶ ἀργύρου, χρημάτων, Th.1.129, 3.13; δ. κούφα the cost is little, c. inf., E.Ba.893 (lyr.); εἰς κενὸν ἡ δ. IG14.1746.10: also in pl., Th.6.15; δαπάναι ἐλπίδων Pi.I..4 (5).57.    II money spent, ἵππων on horses, ib.3(4).47; δαπάνην παρέχειν money for spending, Hdt.1.41; ξυμφέρειν Th.1.99; ὅπως μὴ ἡ εἰς τὸν ἐνιαυτὸν κειμένη δ. εἰς τὸν μῆνα δαπανᾶται X.Oec.7.36.    III extravagance, ἡ ἐν τῇ φύσει δ. Aeschin.3.218.

German (Pape)

[Seite 522] ἡ (vgl. δάπτω), die Ausgabe, der Aufwand, Hes. O. 721, im üblen Sinne; Pind. I. 3, 47 u. öfter; auch im plur., Thuc. 1, 83, wie Folgde; auch Mittel zum Aufwand, z. B. δαπάνας ἐξευρίσκειν Plat. Rep. VIII, 550 d; vgl. Legg. IV, 718 a; – Verschwendung, ἡ ἐν τῇ φύσει δαπάνη, der natürliche Hang zur Verschwendung, Aesch. 3, 218.

Greek (Liddell-Scott)

δᾰπάνη: [ᾰ], ἡ, (ἴδε δάπτω) τὸ ἔξοδον, τὰ ἔξοδα, ἀνάλωμα, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 721, κ. ἀλλ.· δ. χρυσοῦ καὶ ἀργύρου, χρημάτων Θουκ. 1. 129., 3. 13· δ. κουφή, τὸ ἔξοδον εἶναι ὀλίγον, μ. ἀπαρ., Εὐρ. Βάκχ. 891· εἰς κενὸν ἡ δ. Ἐπιγρ. Ἑλλ. 646. 10· ― ὡσαύτως κατὰ πληθ., Θουκ. 6. 15· δαπάναι ἐλπίδων Πίνδ. Ι. 5. 73 (4. 57). ΙΙ. χρήματα ἐξοδευθέντα, ἵππων, εἰς ἵππους, ὁ αὐτ. 3. 49· δαπάνην παρέχειν, χρήματα ὅπως δαπανήσῃ τις, Ἡρόδ. 1. 41· ξυμφέρειν Θουκ. 1. 99· ὅπως μὴ ἡ εἰς τὸν ἐνιαυτὸν κειμένη δαπάνη εἰς τὸν μῆνα δαπανᾶται Ξεν. Οἰκ. 7. 36. ΙΙΙ. τάσις πρὸς δαπάνην, τὸ δαπανηρὸν, ἡ ἀσωτία, ἡ ἐν τῇ φύσει δαπάνη, φυσικὴ ἀσωτία, Αἰσχίν. 85. 8.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
I. dépense :
1 argent dépensé, dépense;
2 ressources pour des dépenses, argent à dépenser ; δαπάνην παρέχειν HDT fournir de l’argent pour la dépense ; δαπάνην ξυμφέρειν THC contribuer à la dépense;
II. goût pour la dépense, prodigalité.
Étymologie: δάπτω.