δαιμόνιον
ξένῳ δὲ σιγᾶν κρεῖττον ἢ κεκραγέναι → it's better for a stranger to keep silence than to shout (Menander)
English (LSJ)
τό,
A divine Power, Divinity, Hdt.5.87, E.Ba.894 (lyr.), Isoc.1.13, Pl.R.382e, etc.; τὸ δαιμόνιον ἄρ' ἢ θεὸς ἢ θεοῦ ἔργον Arist. Rh.1398a15, cf. 1419a9; οἱ θεοὶ εἴσονται καὶ τὸ δ. D.19.239; φοβεῖσθαι μή τι δ. πράγματ' ἐλαύνῃ some fatality, Id.9.54; τὰ τοῦ δ. the favours of forlune, Pl.Epin.992d. II inferior divine being, μεταξὺ θεοῦ τε καὶ θνητοῦ Id.Smp.202e; καινὰ δ. εἰσφέρειν X.Mem.1.1.2, Pl. Ap.24c, cf. Vett. Val.67.5, etc.; applied to the 'genius' of Socrates, X.Mem.1.1.2, Pl.Ap.40a, Tht.151a, Euthphr.3b. 2 evil spirit, δ. φαῦλα Chrysipp.Stoic.2.338, cf. LXXDe.32.17, To.3.8, Ev.Matt.7.22, al., PMag.Lond.1.46.120 (iv A. D.).
German (Pape)
[Seite 514] τό (neutr. von δαιμόνιος), die Wirkung der Gottheit, die in dem Menschen wohnende Stimme des Göttlichen, Socrates bei Plat., die sich bei ihm bes. abmahnend äußerte, Theaet. 151 a Euth. 3 d; vgl. Xen. Mem. 1, 1, 2. 1, 4, 2; übh. = Gottheit, δαιμόνια ἕτερα καινὰ νομίζω Apol. 24 b; 27 e steht erst δαιμόνια καὶ θεῖα, nachher δαίμονες καὶ θεοί. Nach Plat. Conv. 202 e πᾶν τὸ δαιμόνιον μεταξύ ἐστι θεοῦ τε καὶ θνητοῦ. – Dem. 19, 239 vbdt οἱ θεοὶ εἴσονται καὶ τὸ δ. – Auch übh. = θεός, z. B. Isocr. 1, 13, u. bes. bei Sp. – Im N. T. der böse Geist, z. B. δαιμόνια ἐκβάλλειν Matth. 10, 8; bei Luc. Asin. 24 das Gespenst.
Greek (Liddell-Scott)
δαιμόνιον: τό, ἡ θεία δύναμις, ἡ θεότης, τό θεῖον, Λατ. numen, Ἡρόδ. 5. 87, Εὐρ., Πλάτ., κτλ.· κατὰ τὸν Ἀριστ., θεὸς ἢ θεοῦ ἔργον Ρητ. 2. 23, 8, πρβλ. 3. 18, 2· φοβεῖσθαι μή τι δ. πράγματ’ ἐλαύνῃ, μοιραία τις ῥοπή, Δημ. 124. 26· τά τοῦ δ., ἡ εὔνοια τῆς τύχης, Πλάτ. Ἐπιν. 992D· ΙΙ. κατώτερόν τι θεῖον ὂν μεταξὺ θεοῦ τε καί θνητοῦ ὁ αὐτ. Συμπ. 202D· καινὰ δαιμόνια εἰσφέρειν Ξεν. Ἀπομν. 1. 1, 2, Πλάτ. Ἀπολ. 24Β· οὕτω λέγει ὁ Ἀριστ., ἡ τῶν ἄλλων ζῴων φύσις δαιμονίᾳ, ἀλλ’ οὐ θεία Ὕπν. Μαντ. 2, 1. 2) τὸ ὄνομα δι’ οὗ ὁ Σωκράτης ὥριζε τὸ «ἐν αὐτῷ οἰκοῦν πνεῦμα», ἴδε Ξεν. Ἀπομν. 1. 1, 2, Πλάτ. Ἀπολ. 40Α, Θεαιτ. 151Α, Εὐθυδ. 272Ε. 3) δαίμων, πονηρὸν πνεῦμα, Κ. Δ.· πρβλ. δαιμονίζομαι. (Ουχὶ ὑποκορ. τοῦ δαίμων, ἀλλ’ οὐδέτ. τοῦ δαιμόνιος).
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
1 divinité ; puissance divine;
2 démon, càd voix intérieure qui parle à l’homme, le guide et le conseille, p. ex. le démon dont Socrate se disait inspiré.
Étymologie: neutre de δαιμόνιος.