διαμένω

From LSJ
Revision as of 19:51, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_2)

Ἕωθεν προλέγειν ἑαυτῷ: συντεύξομαι περιέργῳ, ἀχαρίστῳ, ὑβριστῇ, δολερῷ, βασκάνῳ, ἀκοινωνήτῳ: πάντα ταῦτα συμβέβηκεν ἐκείνοις παρὰ τὴν ἄγνοιαν τῶν ἀγαθῶν καὶ κακῶν. → When you wake up in the morning, tell yourself: The people I deal with today will be meddling, ungrateful, arrogant, dishonest, jealous, and surly. They are like this because they can't tell good from evil. | Say to yourself in the early morning: I shall meet today inquisitive, ungrateful, violent, treacherous, envious, uncharitable men. All these things have come upon them through ignorance of real good and ill.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαμένω Medium diacritics: διαμένω Low diacritics: διαμένω Capitals: ΔΙΑΜΕΝΩ
Transliteration A: diaménō Transliteration B: diamenō Transliteration C: diameno Beta Code: diame/nw

English (LSJ)

fut.

   A -μενῶ Epich.[265] (prob.), Men.Epit.513: aor. -έμεινα D.4.15: pf. -μεμένηκα Plb.3.55.1:—continue, persist, of disease, τοῖσι παιδίοισι Hp.Aph.3.28; διαμένει ἔτι καὶ νῦν τοῖς βασιλεῦσιν ἡ πολυδωρία X.Cyr.8.2.7: abs., keep, of seeds, Thphr.HP7.5.5; persevere, ἐν τῇ ἕξει Pl.Prt.344b; ἐπὶ τῇ διατριβῇ X.Ap.30; δ. ἐν ἑαυτῷ maintain his purpose, Plb.10.40.6: c. dat., τῇ φιλίᾳ D.S.14.48 codd.: abs., hold out, D.21.216; δ. δως . . Id.4.15; παρθένος δ. D.S.4.16; to last, remain, live on, Epich. l.c.; endure, be strong, Isoc.8.51; of form, colour, and the like, ταὐτὸν δ. continue the same, be permanent, Alex.34; χρῶμα διαμένον Nicol.1.28, cf. Antiph.232.2: c. part., δ. λέγων D.8.71; δ. ὅμοιοι ὄντες Arist.EN1159b8: c. inf., continue to .., D.H.1.23.

German (Pape)

[Seite 589] (s. μένωγ, verbleiben, verweilen, ausdauern; ἐν ταύτῃ τῇ ἕξει Plat. Prot. 844 b) u. sonst oft bei Att.; ἐπί τινι, bei etwas, Xen. Apol. 50; ἐπὶ τῶν αὐτῶν Pol. 1, 18, 6; ἐν ἑαυτῷ, bei sich, bei Vetstande bleiben, 10, 40, 6; τῇ φιλίᾳ, D. Sic. 14, 48; – c. partic., λέγων Dem. 8, 71, wie διατελέω. – Uebh. = Bestand haben; ἔτι καὶ νῦν, Xen. Cyr. 8, 1, 8; μέχρι νῦν Plut. Rom. 15.

Greek (Liddell-Scott)

διαμένω: μέλλ. -μενῶ˙ πρκμ. -μεμένηκα˙ - μένω διαρκῶς, τινὶ Ἱππ. 1248Ε, Ξεν. Κύρ. 8. 2, 7˙ - ἐπιμένω, ἔν τινι Πλάτ. Πρωτ. 344Β˙ ἐπί τινι Ξεν. Ἀπολ. 30˙ δ. ἐν ἑαυτῷ, ἐπιμένει εἰς τὸν σκοπόν του, Πολύβ. 10. 40, 6˙ - ἀπολ., τηρῶ τὴν θέσιν μου, μένω σταθερός, Δημ. 44. 10., 583, 27˙ διατηροῦμαι, ἐξακολουθῶ νὰ ὑπάρχω, νὰ ζῶ, Ἐπίχ. 146 Ahr.˙ ὑπομένω, εἶμαι ἰσχυρός, Ἰσοκρ. 169D˙ ἐπὶ μορφῆς, χρώματος, κτλ., ταὐτὸν δ., ἐξακολουθῶ ὢν ὁ αὐτός, εἶμαι διαρκής, Ἄλεξ. Βρεττ. 2˙ χρῶμα διαμένον Νικόλ. Ἀδήλ. 1. 28, πρβλ. Ἀντιφ. Ἀδήλ. 60˙ - μετὰ μετοχ., δ. λέγων Δημ. 107. 21˙ δ. ὅμοιοι ὄντες Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 8. 8, 5.

French (Bailly abrégé)

1 rester jusqu’au bout, demeurer, persister : ἐπί τινι dans qqe état, dans qqe sentiment, etc.
2 rester ferme, se maintenir fermement ; supporter patiemment.
Étymologie: διά, μένω.