ἔλεος
Ζευχθεὶς γάμοισιν οὐκέτ' ἔστ' ἐλεύθερος → Haud liber ultra est, nuptiae quem vinciunt → Wer durch der Ehe Joch vereint, ist nicht mehr frei
English (LSJ)
ὁ,
A pity, mercy, compassion, Il.24.44, etc.: also in pl., Pl.R. 6c6c, D.25.83; μ' ἔ. τινος ἐσῆλθε pity for... E.IA491; ἔλεον ποιήσασθαι ἐπί τινι D.24.111; ἐλέου τυχεῖν παρά τινος Antipho 1.27:—later ἔλεος, τό, Plb. 1.88.2, LXX Ge.19.19, etc.:pl., ἐλέη, τά, ib.Ps.16(17).7; ἐ. ποιεῖν μετά τινος ib.Ge.24.12, al. (but masc. is also found, ib.Ps.83 (84).12, Plb.33.11.3, Agatharch.83, Phld.Rh.1.65 S., Ep.Jac.2.13, etc.). II personified. worshipped at Athens, Sch.S.OC260; at Epidaurus, IG4.1282; Ἔ. ἐπιεικὴς θεός Timocl.31. III object of compassion, piteous thing, E.Or.832.
German (Pape)
[Seite 795] ὁ, auch τό, bei LXX. u. im N. T. u. als v. l. D. Sic. 3, 18, Mitleid, Erbarmen; Il. 24, 44, u. öfter bei Attikern, auch im plur., Plat. Rep. X, 606 c Din. 1, 108 Dem. 25, 83; ἔλεον ποιεῖσθαι ἐπί τινι, Mitleid haben mit, 24, 111; ἐλέου τυχεῖν Antiph. 1, 21, u. ἔλεον ἔχειν, Mitleid erregen, Plut. Them. 10; – mit Jem., τινός, Eur. I. A. 491; auch εἴς τινα, Ael. N. A. 14, 18. – Alles was Mitleid erregt, Eur. Or. 833.
Greek (Liddell-Scott)
ἔλεος: ὁ, οἶκτος, ἔλεος, συμπάθεια, Ἰλ. Χ. 44, καὶ παρ’ Ἀττ. πολλάκις· ὡσαύτως κατὰ πληθ., Πλάτ. Πολ. 606C, Δημ. 794. 27· ἔλ. τινος, ἔλεος διά τινα..., Εὐρ. Ι. Α. 491· ἔλεον ποιεῖσθαι ἐπί τινι Δημ. 735. 1· ἐλέου τυχεῖν Ἀντιφῶν 114. 21· ― παρὰ τοῖς Ἑβδ. καὶ τῇ Κ. Δ. καὶ οὐδετέρως, τὸ ἔλεος, πληθ. τὰ ἐλέη Ἐπιφάν. 2. σ. 284· ― ἐν Ἀθήναις ὑπῆρχεν Ἐλέου βωμός, «ᾧ μάλιστα θεῶν ἐς ἀνθρώπινον βίον καὶ μεταβολὰς πραγμάτων ὅτι ὠφέλιμος, μόνοι τιμὰς Ἑλλήνων νέμουσιν Ἀθηναῖοι» Παυσ. 1. 17, 1, πρβλ. Σχόλ. εἰς Σοφ. Ο. Κ. 261· Ἔλεος ἐπιεικὴς θεὸς Τιμοκλ. ἐν «Συνεργοῖς» 1. ΙΙ. πρᾶγμα ἄξιον ἐλέου, οἴκτου, Εὐρ. Ὀρ. 832.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
pitié, compassion : ἔλεός τινος EUR pitié pour qqn ; ἔλεον ἔχειν PLUT rencontrer de la pitié.
Étymologie: DELG sans étym.