δοιή
From LSJ
οὐκ ἔστι γῆρας τοῦδε τοῦ μιάσματος → that pollution never wears out, that pollution can never grow old
English (LSJ)
ἡ,
A doubt, perplexity, ἐν δοιῇ Il.9.230, Call.Jov.5, Antag.1.1. (Cf. Skt. dat. sg. dvayyái (dvayī´ 'duality').)
German (Pape)
[Seite 651] ἡ, Zweifel; s. δοιός.
Greek (Liddell-Scott)
δοιή: ἡ, ἀμφιβολία, δυσκολία, δισταγμός, ἀπορία, ἐν δοιῇ Ἰλ. Ι. 230, Καλλ. εἰς Δία 5. (Ἴδε ἐν λ. δύο).
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
dans la loc. ἐν δοιῇ (εἶναι) être en doute.
Étymologie: fém. de δοιός.