ἔγκοπος
From LSJ
Ἐς δὲ τὰ ἔσχατα νουσήματα αἱ ἔσχαται θεραπεῖαι ἐς ἀκριβείην, κράτισται → For extreme diseases, extreme methods of cure, as to restriction, are most suitable.
English (LSJ)
ον,
A wearied, AP6.33 (Maec.), LXX Jb.19.2, Is.43.23. II wearisome, ib.Ec.1.8. III interrupted, checked, πρᾶξις Cat.Cod.Astr.2.161. Adv. -πως Phld.Rh. 1.23 S.
German (Pape)
[Seite 709] ermüdet, ermattet; ἴχνος Qu. Maec. 7 (VI, 33); D. L. 4, 50; – ermüdend, LXX.
Greek (Liddell-Scott)
ἔγκοπος: -ον, κοπώδης, δυσχερής, κατάκοπος, Ἀνθ. Π. 6. 33, Ἑβδ. (Ἰὼβ ΙΘ΄, 2, Ἠσαΐ. 43, 23). ΙΙ. «δυχερής» (Ἡσύχ.), Ἑβδ. (Ἐκκλ. Α΄, 8).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 qui brise, fatigant;
2 fatigué.
Étymologie: ἐγκόπτω.