εἱαμενή

From LSJ
Revision as of 19:53, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_2)

πρὸς ὀλίγον ἡσθεὶς ναυτιᾷ → having been delighted a very little while, he is nauseated

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εἱᾰμενή Medium diacritics: εἱαμενή Low diacritics: ειαμενή Capitals: ΕΙΑΜΕΝΗ
Transliteration A: heiamenḗ Transliteration B: heiamenē Transliteration C: eiameni Beta Code: ei(amenh/

English (LSJ)

or εἰᾰμενή, ἡ,

   A a river-side pasture, meadow, ἐν εἱαμενῇ ἕλεος in a marshy meadow, Il.4.483; λειμῶνες ὑπόδροσοι εἱαμεναί τε Theoc. 25.16, cf. Call.Dian.193, A.R.3.1202, Euph.138; εἱαμενὴ δὲ καὶ οὐ βυθός ἐστι θαλάσσης, of a shallow creek, Dem.Bith.4.5 (prob. a participial form): cf. also εἰαμένον· νήνεμον, κοῖλον, βοτανώδη, Hsch.

German (Pape)

[Seite 722] ἡ, eine niedrige, feuchte, grasreiche Ebene, Niederung, ἕλος παραποτάμιον κάθυδρον, τόπος ὅπου πόα φύεται ποταμοῦ ἀποβάντος; ἕλεος Il. 4, 483. 15, 631; sp. D.; λειμῶνες ὑπόδροσοι εἱαμεναί τε Theocr. 25, 16; Callim. Dian. 193; Ap. Rh. 2, 795 u. öfter; eine überschwemmte Gegend, 3, 1202. Den spiritus asper haben die alten Grammatiker, die es von ἕσις ableiten, was der Fluß abgesetzt hat, Spitzner hat ihn im Hom. eingeführt, vgl. ad Il. 4, 483; Buttm. Lexil. II p. 24 setzt es mit ἠϊών u. ἠϊόεις in Vrbdg, was die Schreibung mit dem spirit. lenis rechtfertigen würde. Vgl. ἰαμεναί.

Greek (Liddell-Scott)

εἱᾰμενή: ἢ εἰαμένη, ἡ, «τόπος ὅπου πόα φύεται ποταμοῦ ἀποβάντος· ἢ ἕλος παραποτάμιον κάθυδρον, ἢ ἀναβολὴ ποταμοῦ φυτὰ ἔχουσα» (Ἡσύχ.)· ἐν εἰαμενῇ ἕλεος Ἰλ. Δ. 483· λειμῶνες ὑπόδροσοι εἰαμεναί τε Θεόκρ. 25. 16, πρβλ. Καλλ. εἰς Ἄρτ. 193, Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 1202. (Κοινῶς ἐτυμολογεῖται ἐκ τοῦ ἧμαι (Ἐπ. γ΄ πληθ. εἵαται), γῆ χαμηλή· ἂν ἔχῃ οὕτω, προτιμητέος ὁ παροξύτ. τύπος εἱαμένη).

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
prairie humide, fond de vallée herbeuse.
Étymologie: cf. 3ᵉ pl. épq. εἵαται, de ἧμαι.