ἠϊόεις

From LSJ

σωφροσύνης πίστην ἔχειν περί τινος → to be persuaded of one's probity

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἠϊόεις Medium diacritics: ἠϊόεις Low diacritics: ηϊόεις Capitals: ΗΪΟΕΙΣ
Transliteration A: ēïóeis Transliteration B: ēioeis Transliteration C: iioeis Beta Code: h)i+o/eis

English (LSJ)

ἠϊόεσσα, ἠϊόεν, (ἤϊα A) Ep. word of doubtful meaning, ἐπ' ἠϊόεντι Σκαμάνδρῳ Il.5.36; perhaps connected by later poets with ἠϊών, hence ἠ. Πάνορμος Q.S.1.283; κόλλουρος haunting the shore, Marc.Sid.22: but perhaps also with ἤϊα (A), χήνεσιν ἠϊόεν πεδίον κάτα βοσκομένοισιν Q.S.5.299; derived from ἴον by EM423.14.

German (Pape)

[Seite 1157] εσσα, εν (ἠϊών), mit Ufern, bes. mit merklichen, hohen, steilen versehen, geufert, Σκάμανδρος, Il. 5, 36, denn der Skamondros hat als Bergstrom scharf abgeschnittene hohe Ufer; also eigtl. für ἠϊονόεις, andere Alte leiteten es fälschlich von ἴον ab, für ἰόεις, = ἀνθεμόεντας λειμῶνας ἔχων. Da ἠϊών sonst gew. vom Meeresufer gebraucht wird u. bei Qu. Sm. 5, 299 πεδίον ἠϊόεν eine Aue sein soll, auf der Gänse u. Kraniche weiden, bringt Butim. Lexil. II p. 23 ff. das Wort mit εἰαμενή, ἧμαι in Vrbdg u. erkl. es "durch grasreiche Wiesen fließend", schwerlich richtig; Andere leiten es auch von ἤϊα ab, also futterreich.

French (Bailly abrégé)

όεσσα, όεν;
aux rives escarpées.
Étymologie: ἠϊών.

Greek Monolingual

ἠϊόεις, -εσσα, -εν (Α)
1. (πιθ. ερμην.) αυτός που έχει ψηλές, απότομες όχθες («καθεῖσεν ἐπ' ἠϊόεντι Σκαμάνδρῳ», Ομ. Ιλ.)
2. αυτός που έχει πολλά καλάμια, πλούσιος σε καλαμιώνες
3. πιθ. λιβάδι
4. αυτός που βρίσκεται ή που έρχεται κοντά στην ακτή.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Ως προσδιοριστικό του ποταμού Σκαμάνδρου θα μπορούσε να θεωρηθεί παράγωγο του ηιών, το οποίο δηλώνει τη θαλάσσια επίπεδη ακτή. Ως προσδιοριστικό όμως του πέδιον «πεδιάδα» θα μπορούσε να συνδεθεί με το ήια(Ι) «τροφή, προμήθειες», με τη σημασία «εύφορος» ή και με το ῄα(ΙΙ) με τη σημασία «πλούσιος σε καλάμια», η οποία ταιριάζει και στον προσδριορισμό του Σκαμάνδρου].

Russian (Dvoretsky)

ἠϊόεις: όεσσα, όεν, gen. όεντος ἠϊών adj. с высокими берегами (Σκάμανδρος Hom.).

Frisk Etymological English

Grammatical information: adj.
Meaning: in ἐπ' ἠϊόεντι Σκαμάνδρῳ Ε 36 (verse end), after this as adjunct of Πάνορμος and of πεδίον (Q. S. 1, 283; 5, 299), of κόλλουρος (name of a fish, Marc. Sid. 22).
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: In antiquity connected with ἠϊών shore as with (high) shores, on the shore; cf. ἠϊόεντι ἠϊόνας ἔχοντι H.; which is inpossible. Others understand with reed with arbitrary interpretation of 2. ᾖα or even fertile (to 1. ἤϊα). - S. Schwyzer 527 and Leumann Hom. Wörter 301; on the diff. explanations Buttmann Lexilogus s. v.

Frisk Etymology German

ἠϊόεις: {ēïóeis}
Meaning: in ἐπ’ ἠϊόεντι Σκαμάνδρῳ Ε 36 (Versende), danach als Beiwort von Πάνορμος und von πεδίον (Q. S. 1, 283; 5, 299), von κόλλουρος (N. eines Fisches, Marc. Sid. 22).
Etymology : Wenigstens von den Späteren auf ἠϊών Ufer, Gestade bezogen als ‘mit (hohen) Ufern, am Ufer befindlich’; vgl. ἠϊόεντι· ἠϊόνας ἔχοντι H. Nach Anderen schilfreich mit ganz willkürlicher Deutung von 2. ᾖα oder sogar ertragreich, fruchtbar (zu 1. ἤϊα). — Zur Bildung Schwyzer 527 und Leumann Hom. Wörter 301; zu den verschiedenen Erklärungen Buttmann Lexilogus s. v.
Page 1,626