ἐκστέφω
English (LSJ)
A take off the crown : empty a full cup, opp. ἐπιστέφω (q.v.), Paus.Gr.Fr.159. II deck with garlands, E.Alc.171 ; esp. of suppliants, τέκνα στολμοῖσι κρᾶτας ἐξεστεμμένα Id.HF526 ; but ἱκτηρίοις κλάδοισιν ἐξεστεμμένοι with garlands on the suppliant olive-branches, S.OT3, cf. 19. III ἐξέστεψε θάλασσαν he poured it all round like a garland, Opp.H.2.33, cf. Sch. ; but better, crowned, ὀφρύσι καὶ ῥηγμῖσι. IV ἐκστέψας· λόγον γυμνώσας, Hsch.
German (Pape)
[Seite 779] 1) entkränzen, den Kranz abnehmen, von Trinkgefäßen, im Ggstze von ἐπιστέφω, Paus. bei Eustath. – 2) mit Kränzen ausschmücken; ἱκτηρίοις κλάδοισιν Soph. O. R. 3. 19, mit den Zweigen der Hülfeflehenden in den Händen; κρᾶτας ἐξεστεμμένοι Eur. Herc. Fur. 526; Alc. 171; νόον Μοῦσαι ἐξέστεψαν ἀοιδῆς δώρῳ Opp. H. 4, 8; ἀνέχευε καὶ ἐξέστεψε θάλασσαν, er goß das Meer wie einen Kranz um die Erde, 2, 33.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκστέφω: μέλλ. -ψω, ἀφαιρῶ τὸν στέφανον, ἐκκενῶ πλῆρες μέχρι στεφάνης ποτήριον, ἀντίθετον τῷ ἐπιστέφω (ὃ ἴδε), Παυσ. παρ᾿ Εὐστ. 1402. 61. ΙΙ. περικοσμῶ διὰ στεφάνου, Εὐρ. Ἀλκ. 171· ἰδίως ἐπὶ ἱκετῶν, κρᾶτας ἐξεστεμμένοι ὁ αὐτ. Ἡρ. Μαιν. 526· ἀλλ᾿ ἱκτηρίοις κλάδοισιν ἐξεστεμμένοι = ἱκτηρίους κλάδους ἐξεστεμμένους ἔχοντες, Σοφ. Ο. Τ. 3, πρβλ. 19, ἴδε καὶ Ἰλ. Α. 14, Αἰσχύλ. Εὐμ. 45· πρβλ. ὡσαύτως τὴν λέξ. στέμμα. ΙΙΙ. ἐξέστεψε θάλασσαν, ἐξέχεε κύκλῳ ἐν εἴδει στεφάνου θάλασσαν. Ὀππ. Ἁλ 2. 33.
French (Bailly abrégé)
couronner, orner de couronnes ; ἱκτηρίοις κλάδοισιν ἐξεστεμμένοι SOPH portant, en suppliant, des rameaux d’olivier entourés de laine.
Étymologie: ἐκ, στέφω.