ἐκτίνω

From LSJ
Revision as of 19:53, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_2)

ὑποκατακλίνομαι τοῦ εὶς πλέον ἐναντιοῦσθαι → desist from further opposition;

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐκτίνω Medium diacritics: ἐκτίνω Low diacritics: εκτίνω Capitals: ΕΚΤΙΝΩ
Transliteration A: ektínō Transliteration B: ektinō Transliteration C: ektino Beta Code: e)kti/nw

English (LSJ)

[ῐ], fut. -τείσω: aor. 1 ἐξέτεισα: pf.

   A ἐκτέτεικα D.40.52:— pay off, pay in full, [ζημίην] χίλια τάλαντα Hdt.6.92; εὐεργεσίας Id.3.47; Ἄργει δ' ἐκτίνων τροφάς making a return for bringing one up, A.Th.548; χάριτας πατρῴας E.Or.453, etc.; τροφεῖα Pl.R.520b; ἔκ τινα τῖσαι ἀμοιβήν Maiist.40; δίκην ἐ. pay full penalty, E.El.260, Lys. 23.14; τινός for a thing, Hdt.9.94; so τίσιν ἐ. τινί Id.6.72; ἄποινα ib.79; ἐ. βλάβην to make it good, Pl.Lg.936e, cf. A.Ag.1562 (lyr.), 1582; τὸ βλάβος D.21.43; δίκην ἐ. ὑπὲρ χρημάτων Is.10.15.    II Med., exact full payment for a thing, avenge, E.HF547; take vengeance on, τινά Id.Med.267.    2 ἐ. ὕβριν wreak despite, S.Aj.304.

German (Pape)

[Seite 781] (s. τίνω), abbezahlen, bes. die Strafe erlegen, zu der man verurtheilt worden ist, ζημίαν Her. 6, 92; δίκην (in dieser Vrbdg eine Geldstrafe, vgl. πάσχειν) Thuc. 5, 49; Is. 10, 15; τῷ δημοσίῳ, an die Staatskasse, Lys. 20, 12; ἐκτέτισται τὰ χρήματά τινι Dem. 24, 187, wie χρέα 27, 49; τὰ ὀφειλόμενα Plat. Crat. 400 c; τὴν τετραπλασίαν Plat. Legg. IX, 878 c; Sp.; ἑκατὸν δραχμὰς εἰς τὸ δημόσιον Plut. Sol. 24; übh. bezahlen, vergelten, Ἄργει τροφάς Aesch. Spt. 530; ἀντίποινα Eur. Herc. Fur. 755; χάριν Or. 453; εὐεργεσίην Her. 3, 47; χάριν Plat. Rep. I, 338 b; τὰ τροφεῖα VII, 520 b; τὴν βλάβην, den Schaden ersetzen, Legg. XI, 936 e. – Im med., büßen lassen, strafen, ὕβριν ἐκτίσαιτο Soph. Ai. 297; θάνατον Eur. Herc. Fur. 547.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκτίνω: ῐ: μέλλ. -τίσω ῑ. ἴδε τίνω· πληρώνω, ζημίας ἐκτ. χίλια τάλαντα Ἡρόδ. 6. 92· ἐκτ. εὐεργεσίην ὁ αὐτ. 3.47· Ἄργει δ’ ἐκτίνων καλὰς τροφάς, διότι τὸν ἀνέθρεψε καλῶς, Αἰσχύλ. Θήβ. 548· χάριν Εὐρ. Ὀρ. 453, κτλ.· τροφεῖα Πλάτ. Πολ. 520Β· - δίκην ἐκτ. Εὐρ. Ἠλ. 260, Λυσ. 167. 42· τινός, διά τι πρᾶγμα, Ἡρόδ. 9. 94· οὗ ἐκτίνει δίκην Εὐρ. Ἀνδρ. 53· οὕτω, τίσιν ἐκτ. τινὶ Ἡρόδ. 6. 72· ἄποινα αὐτόθι 79· ἐκτ. βλάβην, ἀποζημιῶ, Πλάτ. Νόμ. 936Ε, πρβλ. Αἰσχύλ. Ἀγ. 1562, 1582· τὸ βλάβος Δημ. 528. 2. ΙΙ. Μέσ., ἐκδικῶ, = ἀποτίσασθαι, ὕβριν Σοφ. Αἴ. 304, πρβλ. Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 547· τινὰ ὁ αὐτ. Μήδ. 267. - Πρβλ. ἐκτίω.

French (Bailly abrégé)

payer entièrement, acquitter : ζημίαν ἐκτ. χίλια τάλαντα HDT payer une amende de mille talents ; δίκην ἐκτ. EUR subir une peine ; ἐκτ. εὐεργεσίην τινί HDT acquitter une dette de reconnaissance envers qqn ; acheter au prix de, acc.;
Moy. ἐκτίνομαι faire expier : ὕβριν SOPH un outrage.
Étymologie: ἐκ, τίνω.