ἑλίκωψ
English (LSJ)
ωπος, ὁ, ἡ, fem. ἑλῐκ-ῶπις, ιδος,
A with rolling eyes, quick-glancing, as a mark of youth and spirits (not in Od.), ἑλίκωπες Ἀχαιοί Il.1.389, al.; ἑλικῶπις κούρη ib.98; νύμφη Hes.Th.298, cf. Sapph.Supp.20a.5; παρθένοι, Ἀφροδίτη, Pi.Pae.2.99,P.6.1.
German (Pape)
[Seite 797] ωπος, mit rollenden Augen, mit munterem, lebhaftem Blicke, bes. als Ausdruck des Muthes; ἑλίκωπες Ἀχαιοί Il. 1, 389 u. öfter; VLL. ὁ τὴν ὄψιν γοργὸς καὶ συχνὰ τοὺς ὦπας ἑλίσσων ὅποι δέον ἐστὶ καὶ μὴ νωθρός, od. ὁ τοὺς τῶν ὁρώντων ὀφθαλμοὺς ἑλίσσων ἐφ' ἑαυτόν, ἀγητὸς ὢν καὶ ἀξιοθέατος u. anderes Wunderliche; im fem. den lebhaften, jugendlichen Blick bezeichnend.
Greek (Liddell-Scott)
ἑλίκωψ: -ωπος, ὁ, ἡ, θηλ. ἑλικῶπις, ιδος, ὁ ἔχων εὐστρόφους καὶ ζωηροὺς ὀφθαλμούς, ὁ εὐόφθαλμος, ὡς χαρακτηριστικὸν ζωηρᾶς νεότητος, ἑλίκωπες Ἀχαιοὶ Ἰλ. Α. 389, κτλ.· ἑλικώπιδα κούρην Α. 98· νύμφη Ἡσ. Θ. 298· Ἀφροδίτη Πίνδ. Π.6. 1. Οὔτε ὁ ἀρσ. οὔτε ὁ θηλ. τύπος ἀπαντᾷ ἐν Ὀδυσ.