λαρός
Ὑπὸ γὰρ λόγων ὁ νοῦς μετεωρίζεται ἐπαίρεταί τ' ἄνθρωπος → Borne up by words, the mind soars aloft, and we reach the heights (Aristophanes, Birds 1447f.)
English (LSJ)
όν, poet. Adj.
A pleasant to the taste, dainty, sweet, in Hom. always of taste, λαρὸν παρὰ δεῖπνον ἔθηκας Il.19.316; λαρὸν τετυκοίμεθα δόρπον Od.12.283, 14.408; λαρόν τέ οἱ αἷμ' ἀνθρώπου sweet to it [the fly] is the blood of man, Il.17.572; μέθυ λαρόν A.R.1.456: Ep. Sup. λαρώτατος, οἶνος Od.2.350: Comp. λαρότερον as Adv., Simon. 183.10. 2 pleasant to the smell, ἀϋτμή Mosch.2.92; ἄνθεα λαρὰ φύοις IG14.1362; λαρὸν ὄδωδεν D.P.936. 3 pleasant to the eye, lovely, AP9.525.12; ἄνθεμαλ. ib.15.11 = IG12(1).783 (Lindos). 4 pleasant to the ear, sweet to hear, ἔπος A.R.3.933, AP7.602 (Agath.); λαρὰ φθέγξατο Βακχυλίδης ib.9.571; λ. χείλεα uttering sweet sounds, APl.4.226 (Alc.). [As ?~X ?~X can always be substituted for λᾱ- in Hom. and the Sup. is -ώτατος, λᾱρός is prob. contr. fr. λᾰᾰρός or λᾰερός (this perh. fr. λαϝ-, cf. ἀπο-λαύω).]
Greek (Liddell-Scott)
λᾱρός: -όν, (ἰδὲ ἐν λ. λάω Β) ποιητ. ἐπίθ., εὐχάριστος τὴν γεῦσιν, ἡδύς, γλυκύς, εὐχάριστος, παρ’ Ὁμ. ἀείποτε ἐπὶ γεύσεως, λαρὸν παρὰ δεῖπνον ἔθηκας Ἰλ. Τ. 316· λαρὸν τετυκοίμεθα δόρπον Ὀδ. Μ. 283., Ξ. 408· λαρόν τέ οἱ αἷμ’ ἀνθρώπου, γλυκὺ εἶναι εἰς αὐτὴν [τὴν μυῖαν] τὸ αἷμα τοῦ ἀνθρώπου, Ἰλ. Ρ. 572· - Ἐπικ. ὑπερθ., λᾱρώτατος οἶνος (χάριν τοῦ μέτρου ἀντὶ λᾱρότατος) Ὀδ. Β. 350, ὡς τὸ κακοξεινώτερος, ὀϊζυρώτατος· συγκρ. λαρότερον ὡς ἐπίρρ. Ἀνθ. Π. 7. 24. 2) εὐάρεστος εἰς ὀσμήν, Μόσχ. 2. 92· ἄνθεα λαρὰ φύσις Ἀνθ. Π. Παράρτ. 306· λαρὸν ὄδωδεν Διον. Π. 936. 3) εὐάρεστος εἰ τὴν ὄψιν, ἐράσμιος, Ἀνθ. Π. 525, 12. 4) εὐάρεστος εἰς τὴν ἀκοήν, μελῳδικός, ἔπος Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 933, Ἀνθ. Π. 7. 602· λαρὰ φθέγγεσθαι αὐτόθι 9. 571· λ. χείλεα, ἐξάγοντα ἡδεῖς ἤχους, ὁ αὐτ. ἐν Πλαν. 226.
French (Bailly abrégé)
ός, όν :
agréable au goût, délicieux;
Cp. λαρότερος ; Sp. λαρώτατος, épq. p. λαρότατος.
Étymologie: R. ΛαϜ ; cf. *λάω, ἀπολαύω.