ἐπανάστασις

From LSJ
Revision as of 19:57, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_2)

βραχεῖα τέρψις ἡδονῆς κακῆς → the enjoyment from a cheap pleasure is short, there's brief enjoyment in dishonourable pleasure

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπανάστᾰσις Medium diacritics: ἐπανάστασις Low diacritics: επανάστασις Capitals: ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΙΣ
Transliteration A: epanástasis Transliteration B: epanastasis Transliteration C: epanastasis Beta Code: e)pana/stasis

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A rising up to go to stool: hence in pl., concrete, stools, Hp.Prorrh. 1.146.    2 rising up again, D.S.18.31.    3 rising up against, insurrection, Hdt.3.44,118, Th.2.27, etc.; ἐγένετο ἡ ἐν Σάμῳ ἐ. ὑπὸ τοῦ δήμου τοῖς δυνατοῖς Id.8.21; ἐ. μέρους τινὸς τῷ ὅλῳ τῆς ψυχῆς Pl.R.444b; παθῶν Hierocl.inCA1p.418M.; opp. ἀπόστασις, D.H. 3.8, Sch.Th.3.39.    b concrete, ἐπαναστάσεις θρόνων rebellions (i.e. rebels) against the throne, S.Ant.533.    II rising up, swelling, Hp.Coac.216; prominent growth, Thphr.HP3.7.4; prominence on the head, Arist.HA500a5; φλυκταινῶν Dsc.Ther.9, cf. Sor.2.18, Antyll. ap. Orib.8.17.2.    III metaph., rise in rhetorical tone, Demetr.Eloc.278.

German (Pape)

[Seite 901] ἡ, 1) der Aufstand, Aufruhr gegen Jem.; Her. 3, 119; Thuc. 2, 27 u. öfter; ὑπὸ τοῦ δήμου τοῖς δυνατοῖς 8, 21; Plat. Rep. IV, 444 b u. Folgde; Umsturz, Zerstörung, θρόνων Soph. Ant. 533. – 2) das Wiederaufstehen, D. Sic. 18, 31; Hervorbrechen, τῶν φλυκταινῶν Diosc.; Erhebung, Erhabenheit, λόγου Dem. Phal. 278.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπανάστασις: -εως, ἡ, ἐξανάστασις, τὸ ἐξανίστασθαι πρὸς κένωσιν, αἱ πυκναὶ καὶ κατὰ μικρὰ ἐπαναστάσεις Ἱππ. Προρρ. 80. 11· ἡ ἐκ νέου ἔγερσις, Διόδ. 18. 31. 2) ἐπανάστασις, ἐξέγερσις, ὡς καὶ νῦν, Ἡρόδ. 3. 44, 118, Θουκ. 2. 27, κτλ.· ἐγένετο ἐπ. ὑπὸ τοῦ δήμου τοῖς δυνατοῖς ὁ αὐτὸς 8. 21· ἐπ. μέρους τινὸς τῷ ὅλῳ τῆς ψυχῆς Πλάτ. Πολ. 444Β· (ἐπανάστασις καὶ ἀπόστασις διαφέρει· «ἀπόστασίς ἐστιν, ὅταν τινὲς κακῶς πάσχοντες ἀποστῶσιν· ἐπανάστασις δὲ ὅταν τινὲς τιμώμενοι καὶ μηδὲν ἀδικούμενοι στασιάσωσι καὶ ἐχθρεύσωσι τοῖς μηδὲν ἀδικήσασιν» Σχόλ. Θουκ. 3. 39, πρβλ. καὶ Βεκκήρου Ἀνέκδ. 435. 26.)· ― ἐν Σοφ. Ἀντιγ. 533, τὸ ἀφῃρημένον ἐπανάστασις κεῖται ἀντὶ τοῦ ἐπαναστάτης, οὐδ’ ἐμάνθανον τρέφων δύ’ ἄτα κἀπαναστάσεις θρόνων. ΙΙ. οἴδημα, πρήξιμον, Ἱππ. 154D· ὄφεις ἔχοντες ἐπανάστασιν, ἐξεστηκός τι, ἐξέχον τι ἐπὶ τῆς κεφαλῆς, περὶ τῶν περὶ τὰς Θήβας τῆς Αἰγύπτου ὄφεων, περὶ ὧν ἐλέγετο ὅτι εἶχόν τι ἐξέχον ἐπὶ τῆς κεφαλῆς ἐν εἴδει κέρατος, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 1, 36. ΙΙΙ. μεταφ., ἐπ. λόγου, ὕψος, Λατ. oratio assurgens, Δημήτρ. Φαληρ. 278.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
action de s’élever contre, soulèvement, révolte ; ἐπανάστασις θρόνων SOPH rebelles qui s’insurgent contre le trône, sel. d’autres, au sens Act. renversement des trônes.
Étymologie: ἐπανίστημι.