ἐπιλαγχάνω

From LSJ
Revision as of 19:57, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_2)

τὸ τῶν νικητόρων στρατόπεδον → Victorious Legion

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιλαγχάνω Medium diacritics: ἐπιλαγχάνω Low diacritics: επιλαγχάνω Capitals: ΕΠΙΛΑΓΧΑΝΩ
Transliteration A: epilanchánō Transliteration B: epilanchanō Transliteration C: epilagchano Beta Code: e)pilagxa/nw

English (LSJ)

pf. (v. infr. 11):—

   A succeed another in an office on a vacancy, οὔτε λαχὼν οὔτ' ἐπιλαχών Aeschin.3.62, D.58.29; ἐ. τινὶ βουλῆς succeed him in the Council, Pl.Com.167, cf. 166.5.    2. obtain, have allotted to one, εὐδαιμονίας Ph.1.629, al.    II. fall to one's lot next, ἐπιλέλογχε πύματον . . γῆρας S.OC1235 (lyr.); ἐπιλαχόντα τινὶ πράγματα PMon.6.50, cf. 7.45 (vi A.D.).

German (Pape)

[Seite 955] (s. λαγχάνω), noch dazu zu Theil werden, τό τε κατάμεμπτον ἐπιλέλογχε πύματον γῆρας Soph. O. C. 1237, das Alter kommt dazu. – Gew. durch das Loos in die Stelle eines Andern, der etwa in der δοκιμασία verworfen wurde oder starb, zu einem Amte erwählt werden, VLL., bes. Harpocr.; εἰσέρχεται βουλευτὴς οὔτε λαχὼν οὔτε ἐπιλαχών, noch als Stellvertreter, Aesch. 2, 62; Dem. 58, 29.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιλαγχάνω: μέλλ. -λήξομαι, μοὶ πίπτει ὁ κλῆρος μετ’ ἄλλον τινά, «λαχαίνω δεύτερος» οὔτε λαχὼν οὔτ’ ἐπιλαχὼν Αἰσχίν. 62. 31· «ἔοικε τὸ γιγνόμενον τοιοῦτον εἶναι· ἐκληροῦντο οἱ βουλεύειν ἢ ἄρχειν ἐφιέμενοι, ἔπειτα ἑκάστῳ τῶν λαχόντων ἕτερος ἐπελάγχανεν, ἵν’ ἐὰν ὁ πρῶτος λαχὼν ἀποδοκιμασθῇ ἢ τελευτήσῃ ἀντ’ ἐκείνου γένηται βουλευτὴς ὁ ἐπιλαχὼν αὐτῷ» (Ἁρποκρ.), Δημ. 1331. 5. ὅτι πονηρῷ καὶ ξένῳ ἐπέλαχες ἀνδρὶ Πλάτ. Κωμ. ἐν «Ὑπερβόλῳ» 3. 4, πρβλ. καὶ Ἁρποκρ. ΙΙ. πίπτω προσέτι εἰς τὸ μερίδιόν τινος, ἐπιλέλογχε πύματον... γῆρας Σοφ. Ο. Κ. 1235 (ἔνθα ἕτεροι ἑρμηνεύουσιν: ἔχει ὡς κλῆρον ἢ μερίδιον· ἀλλ’ ἴδε λαγχάνω IV).

French (Bailly abrégé)

f. ἐπιλήξομαι, ao.2 ἐπέλαχον, pf. ἐπιλέλογχα;
1 échoir en partage par le sort;
2 obtenir par le sort et à la suite de, càd être désigné par le sort pour succéder.
Étymologie: ἐπί, λαγχάνω.