εὔορκος

From LSJ
Revision as of 19:58, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_2)

εἰπὼν ἃ θέλεις, ἀντάκουε ἃ μὴ θέλεις → if you say what you want, hear in response what you don't want

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὔορκος Medium diacritics: εὔορκος Low diacritics: εύορκος Capitals: ΕΥΟΡΚΟΣ
Transliteration A: eúorkos Transliteration B: euorkos Transliteration C: eyorkos Beta Code: eu)/orkos

English (LSJ)

ον,

   A keeping one's oath, faithful to one's oath, ἀνδρὸς δ' εὐόρκου γενεὴ μετόπισθεν ἀμείνων Hes.Op.285, cf. 190, Orac. ap. Hdt. 6.86.γ, Ar.Pl.61, X.HG2.4.42, etc.; εἴς τινα E.Med.495.    II of oaths, εὔορκα ἀντομωμοκώς Antipho 1.8; [διομόσασθαι] εὐορκότερα Id.6.16; ψηφίσασθαι Is.2.47; γνῶναι D.18.249; εὐορκοτέραν θήσεσθε τὴν ψῆφον Id.29.4, cf. 21.24; εὐορκοτάτην <τὴν> ψῆφον ἐνεγκεῖν Lycurg. 13: Sup., Lys.19.11; in accordance with one's oath, no breach of oath, εὔορκόν [ἐστι] Foed. ap. Th.5.18, cf. 23,29; εὔορκα ταῦθ' ὑμῖν ἐστι D. 21.34 (v.l. ἔνορκα): so in Adv., τάδ' εὐόρκως ἔχει A.Ch.979; εὐ. θέσθαι τὴν ψῆφον Arist.Rh.Al.1433a1.

German (Pape)

[Seite 1085] richtig, nicht falsch schwörend, den Eid haltend, Hes. O. 283; εἴς τινα, Eur. Med. 495; Ar. Plut. 61; καὶ ὅσιος Plat. Rep. II, 363 d; Xen. Hell. 2, 4, 42; oft bei den Rednern, von Sachen, mit einem Eide, dem Eide angemessen, εὔορκα ἀντομωμοκώς Antiph. 1, 8; γενήσεται ὑμῖν 5, 85; τὰ δίκαια καὶ τὰ εὔορκα ψηφίσασθαι Is. 2 extr.; εὐορκοτέραν ψῆφον θήσεσθε, eine dem Eide angemessene Stimme, Dem. 29, 4; im superl., Andoc. 1, 8; Lys. 19, 11; εὔορκον εἶναι, c. inf., Thuc. 5, 18. 23, es sei unbeschadet des Eides erlaubt zu thun. – Adv., τάδ' εὐόρκως ἔχει Aesch. Ch. 979; ὑπισχνεῖται, mit einem Eide, Hdn. 5, 4, 18.

Greek (Liddell-Scott)

εὔορκος: -ον, ὁ τηρῶν τὸν ὅρκον του, πιστὸς εἰς τὸν ὅρκον αὑτοῦ, ἀνδρὸς δ’ εὐόρκου γενεὴ μετόπισθεν ἀμείνων Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 283, πρβλ. 183, Χρησμ. παρ’ Ἡροδ. 6. 86, 3, Ἀριστοφ. Πλ. 61, Ξεν. Ἑλλ. 2. 4, 42, κτλ.· εἴς τινα Εὐρ. Μήδ. 495. ΙΙ. ἐπὶ ὅρκων, εὔορκα ὀμνύναι, ὁρκίζεσθαι πιστῶς, Ἀντιφῶν 112. 23· διομόσασθαι εὐορκότερα ὁ αὐτ. 143. 18· ψηφίσασθαι Ἰσαῖος 2, ἐν τέλει· γνῶναι Δημ. 310. 16· εὐορκοτέραν θήσεσθε τὴν ψῆφον ὁ αὐτ. 846. 2, πρβλ. 522. 19· εὐορκοτάτην τὴν ψῆφον ἐνεγκεῖν Λυκοῦργ. 149. 23, πρβλ. Λυσ. 153. 3: - συμφώνως πρὸς τὸν ὅρκον τινός, οὐχὶ ἐναντίον τοῦ ὅρκου, εὔορκόν ἐστι Θουκ. 5. 18, πρβλ. 23, 29· εὔορκα ταῦθ’ ὑμῖν ἐστι Δημ. 525. 13· οὕτως ἐν τῷ Ἐπιρρ., τὰ δ’ εὐόρκως ἔχει Αἰσχύλ. Χο. 979· εὔορκον θέσθαι τὴν ψήφον Ἀριστ. Ρητ. Ἀλ. 19, 5.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qui garde la foi jurée, fidèle à un serment;
2 en parl. de choses garanti par un serment;
3 conforme à la parole donnée;
Cp. εὐορκότερος, Sp. εὐορκότατος.
Étymologie: εὖ, ὅρκος.