ζῶμα

From LSJ
Revision as of 19:58, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_2)

Θησαυρός ἐστι τῶν κακῶν κακὴ γυνή → Ingens mali thesaurus est mulier mala → Ein Schatz an allem Schlechten ist ein schlechtes Weib

Menander, Monostichoi, 233
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ζῶμα Medium diacritics: ζῶμα Low diacritics: ζώμα Capitals: ΖΩΜΑ
Transliteration A: zō̂ma Transliteration B: zōma Transliteration C: zoma Beta Code: zw=ma

English (LSJ)

ατος, τό, (ζώννυμι)

   A loin-cloth, drawers, worn next the body in a boxing contest, ζ. δέ οἱ πρῶτον παρακάββαλεν Il.23.683; in war, 4.216; ἑπόμην σάκος οἶον ἔχων καὶ ζ. φαεινόν Od.14.482; ζώματα καὶ κυπάσσιδες Alc.15.6.    2 = ἔνδυμα, πεζοφόροις ζ. A.Fr.246.    3 band used in surgery, Hp.Art.14.    II = ζώνη, woman's girdle, ἔλυσε ζ. παρθένω Alc.Supp.8.10, cf. S.El.452, IG22.1514.15, Ar.Fr. 320.7, Men.432, AP6.272 (Pers.).—A non-Att. form ζῶσμα (v. Thom.Mag.p.165 R.) in Str.7.2.3, Sor.Fasc.45, al., Ach.Tat.1.1, 3.21, Hld.3.1.

German (Pape)

[Seite 1143] τό, das bis an den Gürtel reichende Unterkleid des homerischen Kriegers, s. Lehrs Aristarch. ed. 2 p. 121; verschieden von ζωστήρ; Iliad. 4, 187 εἰρύσατο ζωστήρ τε – ἠδ' ὑπένερθεν ζῶμά τε καὶ μίτρη, vgl. 4, 216. 23, 683; Od. 14, 482 heißt es σάκος οἶον ἔχων καὶ ζῶμα φαεινόν, worauf 488 folgt οὐ γὰρ ἔχω χλαῖναν u. οἰοχίτων. – Gürtel, Soph. El. 444; Ep. ad. 114 (VI, 272). – Die Atticisten erklären diese Form für attisch u. ζῶσμα für hellenistisch.

Greek (Liddell-Scott)

ζῶμα: τό, (ζώννυμι) ἐσωτερικὸν ἔνδυμα τῶν Ὁμηρικῶν πολεμιστῶν, ἐν Ὀδ. = χιτών, Ξ. 482, πρβλ. 478 κἑξ.˙ ἀλλὰ διακρινόμενον ἀπὸ τοῦ χιτῶνος, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 309. 7, πρβλ. Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 240˙ - ἐν τῇ Ἰλ. τὸ κατώτερον μέρος τοῦ θώρακος, περὶ ὃ ἐφέρετο ὁ ζωστήρ, λῦσε δὲ οἱ ζωστῆρα…, ἠδ’ ὑπένερθε ζῶμά τε καὶ μίτρην Δ. 216, πρβλ. 187˙ - ὡσαύτως τὸ περὶ τὰ αἰδοῖα διάζωμα ὃ ἐφόρουν οἱ ἀθληταί, Λατ. subligaculum, παρὰ πεζοῖς διάζωμα, Ψ. 683˙ πρβλ. ζώννυμι. ΙΙ. μεταγεν. ὡσαύτως = ζώνη, ζωστήρ, ἡ ζώνη γυναικός, Σοφ. Ἠλ. 452, Συλλ. Ἐπιγρ. 155. 17, Ἀνθ. Π. 6. 272. - Ὑπάρχει καὶ τύπος οὐχὶ ἀττικὸς ζῶσμα (ἴδε Θωμ. Μ. 411) παρ’ Ἱππ. Ἄρθρ. 791, Ἀχ. Τατ. 3. 21.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
1 cotte de métal ; cuirasse;
2 caleçon d’athlète;
3 ceinture de femme.
Étymologie: ζώννυμι.