θύραθεν
Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.
English (LSJ)
Adv.
A from outside the door: and generally, from without, αἱ θ. εἴσοδοι E.Andr.952; θ. εἰκάσαι Id.HF 713; θ. ἐπεισιέναι Arist.GA736b28. 2 outside the door, outside, ἡ θ. ἡδονή E.Fr.1063.4; ὁ ἀὴρ ὁ θ. Arist.Resp.480a30, cf. PA642b1, οἱ θ. foreigners, the enemy, A.Th.68, 193. 3 metaph., opp. ἔνδοθεν (q.v.), S.Tr.1021(hex.).
German (Pape)
[Seite 1226] vonaußenher; αἱ θ. εἴσοδοι Eur. Andr. 952; ὡς θύρ. εἰκάσαι Herc. Fur. 713; außen, οἱ θύραθεν, die Feinde, Aesch. Spt. 68. 175.
Greek (Liddell-Scott)
θύρᾱθεν: Ἐπικ. θύρηθε, Ἐπίρρ., ἔξωθεν τῆς θύρας, ἔξωθεν, αἱ θ. εἴσοδοι Εὐρ. Ἀνδρ. 952· θ. εἰκάσαι ὁ αὐτ. ἐν Ἡρ. Μαιν. 713· θ. ἐπεισιέναι Ἀριστ. π. Γεν. Ζ. 2. 3, 9, κ. ἀλλ. 2) ἔξωθεν τῆς θύρας, ἔξω, θύρηθ’ ἔα, ἤμην ἔξω (δηλ. τῆς θαλάσσης). Ὀδ. Ξ. 352· ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ἔνδοθεν (ὃ ἴδε), οὔτ’ ἔνδοθεν, οὔτε θύραθεν Σοφ. Τρ. 1021· τὸν ἀέρα τὸν θύραθεν Ἀριστ. π. Ἀναπν. 21, πρβλ. π. Ζ. Μορ. 1. 1, 46· - οἱ θ., οἱ ξένοι, οἱ πολέμιοι, Αἰσχύλ. Θήβ. 68, 193· παρ’ Ἐκκλ., οἱ ἐθνικοί· - τὰ θ., τὰ ἐξωτερικὰ ἀγαθά, Συνέσ. Ἐπ. 45.
French (Bailly abrégé)
adv.
1 de la porte, du dehors;
2 du dehors, au dehors sans mouv. ; οἱ θύραθεν ESCHL les ennemis.
Étymologie: θύρα, -θεν.