θαλαμίτης
τούτων γάρ ὄνομα μόνον κοινόν, ὁ δέ κατά τοὔνομα λόγος τῆς οὐσίας ἕτερος → though they have a common name, the definition corresponding with the name differs for each (Aristotle, Categoriae 1a3-4)
English (LSJ)
[ῑ], ου, ὁ, (
A θάλαμος 111) one of the rowers on the lowest bench of a trireme, who had the shortest oars and the least pay, Sch.Ar.Ra.1106.
German (Pape)
[Seite 1182] ὁ, der in den mit drei Reihen Ruderbänken versehenen Trieren auf der untersten Ruderbank sitzende Ruderer, der das kürzeste Ruder führt u. wegen der leichtern Arbeit den geringsten Sold erhält, Schol. Ar. Ach. 161 Ran. 1072. Vgl. ζυγίτης u. θρανίτης.
Greek (Liddell-Scott)
θᾰλᾰμίτης: ῑ, ου, ὁ, (θάλαμος ΙΙΙ) ὁ κωπηλάτης ὁ καθήμενος ἐπὶ τῆς κατωτάτης σειρᾶς τῶν ἑδωλίων, ἔχων τὴν βραχυτάτην κώπην, ἀλλὰ καὶ τὸν ἐλάχιστον μισθόν, Ἀππ. Ἐμφύλ. 5.107 (κοινῶς θαλαμίαι), Σχόλ. Ἀριστοφ. Βατρ. 1074· πρβλ. ζυγίτης, θρανίτης, θαλάμαξ, θαλάμιος. ΙΙ. ὡς ἐπίθ. ἐκ τοῦ θάλαμος, Τζέτζ.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
rameur du rang inférieur.
Étymologie: θάλαμος.