καταμελέω
ἐὰν ταῖς γλώσσαις τῶν ἀνθρώπων λαλῶ καὶ τῶν ἀγγέλων, ἀγάπην δὲ μὴ ἔχω, γέγονα χαλκὸς ἠχῶν ἢ κύμβαλον ἀλαλάζον → though I speak with the tongues of men and of angels and have not charity I am become as sounding brass or a tinkling cymbal
English (LSJ)
A give no heed to, c. gen., ὁδοιπορίης, ἐδωδῆς, Hp.Art. 14, cf. X.Oec.4.7, J.AJ18.6.9 (Med.); neglect, τῶν προσηκόντων ἔργων BGU195.19 (ii A.D.): folld. by relat. clause, ὁπόθεν δὲ καταφαγεῖν ἔχοι, τούτου κατημέληκεν Eup.352: abs., pay no heed, S.Aj.45, 912 (lyr.), Pl.Ti.44c, D.S.29.3 (nisi leg. -μέλλ-), etc.: c. acc., ruin by neglect, μηδὲν κ. X.HG6.2.39; τὰ πράγματα Antipho Soph.76:—Pass., to be neglected, Hp.Art.60: pf. part. κατημελημένος Isoc.12.8.
German (Pape)
[Seite 1363] ganz vernachlässigen, τινός, Isocr. 3, 18, neben ὀλιγωρέω; achtlos sein, Soph. Ai. 45; öfter in Prosa ohne Casus, ἄρχων αἱρεθεὶς κατημέλει Xen. An. 5, 8, 1; auch pass., κατημελημένος Isocr. 12, 8; καταμεληθεῖσα neben περιυβρισθεῖ. σα Plut. Aut. 53 A.
Greek (Liddell-Scott)
κατᾰμελέω: ὅλως διόλου ἀμελῶ τινος, δὲν δίδω προσοχήν (πρβλ. ἐξαμελέω), Ἱππ. π. Ἄρθρ. 791, τῶν φρουράρχων Ξεν. Οἰκ. 4, 7. ἑπομένης ἐξηρτημένης προτάσεως, ὁπόθεν· δὲ καταφαγεῖν ἔχοι, τούτου κατημέληκεν Εὔπολις ἐν Ἀδήλ. 10˙ ἀπολ., δὲν προσέχω, ἀδιαφορῶ, Σοφ. Αἴ. 45, 912, Πλάτ. Τίμ. 44C, κλ.˙ ἄνευ πτώσ., ἄρχων αἱρεθεὶς κατημέλει, δηλ. τῶν ἑαυτοῦ καθηκόντων, Ξεν. Ἀν. 5, 8, 1˙ μηδὲν κ. μήτε καταρρᾳθυμεῖν ὁ αὐτ. ἐν Ἑλλ. 6. 2, 39˙ οἱ μὲν καταμελοῦσιν οἱ δὲ ὀλιγωροῦσιν Ἰσοκρ. 3, 18.- Παθ., παραμελοῦμαι, καταφρονοῦμαι, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 826: Παθ. πρκμ. κατημελημένος Ἰσοκρ. 234Β˙ περιυβρισθεῖσα καὶ καταμεληθεῖσα Πλουτ. Ἀντών. 53.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
négliger complètement, gén. ; Pass. être complètement négligé, dédaigné.
Étymologie: κατά, ἀμελέω.