κοιλαίνω
English (LSJ)
aor.
A ἐκοίληνα Hdt.2.73; Att. ἐκοίλᾱνα Th.4.100:—Med., Ep. aor. κοιλήνατο Nonn.D.12.332:—Pass., aor. ἐκοιλάνθην Hp.Epid.7.52: pf. κεκοίλασμαι Id.Medic.11; -αμμαι EM233.51: (κοῖλος):—hollow, scoop out, τὸ ᾠόν Hdt. l.c.; πέτρην κοιλαίνει ῥανὶς ὕδατος ἐνδελεχείῃ Choeril.10; κ. δένδρα, of the woodpecker, Arist.HA614b14; κ. χῶμα, i.e. dig a grave, Theoc.23.43; κ. τὰς χεῖρας Ath.11.479a; κ. ὄμματα APl.4.142, cf. Opp.H.4.19:—Pass., to be or become hollow, ἔντοσθε, of ulcers, Hp.Medic.l.c.; ὀφθαλμοὶ κ. Id.Acut.30; κ. κατὰ τὸν κενεῶνα καὶ κατὰ τὰ ἄρθρα Id.Art.52; of poor timber, go into holes, Thphr.HP3.12.1. II make empty, make poor, Lyc.772. 2 allow to lapse, of payments, BGU1156.18 (i B.C.), PSI4.287.16 (iv A.D.), etc.
German (Pape)
[Seite 1466] aor. ἐκοίληνα, att. ἐκοίλανα, z. B. Thuc. 4, 100, perf. pass. κεκοίλασμαι, Hippocr., aber κεκοίλαμμαι E. M. 233, 58; – hohl machen, aushöhlen; κοιλήναντα τὸ ᾠόν Her. 2, 73; κοιλάναντες τὰς χεῖρας Ath. XI, 479 a; χῶμα δέ μοι κοίλανον Theocr. 23, 43, höhle mir ein Grab aus; τάφρον Poll. 1, 161; übertr. vom Zorn, hohle Augen machen, ἐκ κραδίης σέο θυμὸς ὄμματα κοιλήνας ἐς χόλον ηὐτρέπισεν Ep. ad. 302 (Plan. 142); vgl. Opp. Hal. 4, 19; leer machen, arm machen, Lycophr. 722; pass. vom Styl, hohl, matt sein, Luc. hist. conscr. 55.
Greek (Liddell-Scott)
κοιλαίνω: μέλλ. -ᾰνῶ· ἀόρ. ἐκοίληνα Ἡρόδ., Ἀττ. ἐκοίλᾱνα Θουκ. 4. 100. ― Μέσ., Ἐπικ. ἀόρ. κοιλήνατο Νόνν. 12. 332. ― Παθ., ἀόρ. ἐκοιλάνθην Ἱππ. 1225Ε· πρκμ. κεκοίλαμμαι ὁ αὐτ. 21. 33 (ἔνθα κακῶς -ασμαι), Ἐτυμ. Μέγ. 233. 51· (κοῖλος). Κάμνω τι κοῖλον, ἀποκοιλαίνω, διακοιλαίνω, τὸ ᾠὸν Ἡρόδ. 2. 73· κ. δένδρα, ἐπὶ τοῦ δρυοκολάπτου, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 9, 4· κ. χῶμα, δηλ. σκάπτω τάφον, Θεόκρ. 23. 43· κ. τὰς χεῖρας Ἀθήν. 479Α· κ. ὄμματα Ἀνθ. Πλαν 142, πρβλ. Ὀππ. Ἁλ. 4. 19. ― Παθ., εἶμαι ἢ γίνομαι κοῖλος, ἔντοθεν, ἐπὶ ἑλκῶν, Ἱππ. ἔνθ’ ἀνωτ.· ὀφθαλμοὶ ὁ αὐτ. π. Διαίτ. Ὀξ. 388· κ. κατὰ τόπον ὁ αὐτ. π. Ἄρθρ. 819. ΙΙ. κάμνω τι κενόν, κάμνω τινὰ πτωχόν, ὡς τὸ κενόω, Λυκόφρ. 772.
French (Bailly abrégé)
f. inus., ao. ἐκοίλανα, pf. inus.
Pass. ao. ἐκοιλάνθην, pf. κεκοίλασμαι;
1 creuser;
2 vider ; Pass. être creux, vide.
Étymologie: κοῖλος.