Κορίνθιος

From LSJ
Revision as of 20:01, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_3)
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Κορίνθιος Medium diacritics: Κορίνθιος Low diacritics: Κορίνθιος Capitals: ΚΟΡΙΝΘΙΟΣ
Transliteration A: Korínthios Transliteration B: Korinthios Transliteration C: Korinthios Beta Code: *kori/nqios

English (LSJ)

α, ον, Corinthian, Hdt., etc.; K. κόρη

   A courtesan, Pl.R. 404d; ἑταῖραι K. Ar.Pl.149; οἶνος K. Alex.290; K. κάδοι Diph.61.3. Adv. -ίως in Corinthian fashion, οἶκος K. ἐστεγασμένος J.AJ8.5.2:— fem. Κορινθιάς, άδος, ἡ, St.Byz.:—also Κορινθιακός, ή, όν, X.HG6.2.9; K. γλυφαί Ph.1.666: Κορινθικός, AP6.40 (Maced.).

Greek (Liddell-Scott)

Κορίνθιος: -α, -ον, ἐκ Κορίνθου, Ἡρόδ., κτλ.· Κορίνθιαι ἑταῖραι Ἀριστοφ. Πλ. 149· καὶ οὕτω, Κορινθία κόρη, πόρνη, Πλάτ. Πολ. 404D· τὴν ἐκ Κορίνθου Λαΐδα οἶσθα; Ἀναξανδρίδ. ἐν «Γεροντομανίᾳ» 1, πρβλ. Ἔριφον ἐν «Πελταστῇ» 1, καὶ ἴδε ἱερόδουλος· ― ὁ Κορινθιακὸς οἶνος ἀναφέρεται ὡς αὐστηρὸς παρὰ τῷ Ἀλέξ. ἐν Ἀδήλ. 23, πρβλ. Δίφιλ. ἐν «Παρασίτῳ» 2, 3· ― Ἐπίρρ. -ίως, κατὰ Κορινθιακὸν τρόπον, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. 8. 5, 2· ― θηλ. Κορινθιάς, άδος, ἡ, Στέφ. Βυζ.· ― ὡσαύτως Κορινθιακός, ή, όν, Ξεν. Ἑλλ. 6. 2, 9· Κορινθικός, Ἀνθ. Π. 6. 40.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
de Corinthe, Corinthien ; ἡ Κορινθία (γῆ) le territoire de Corinthe ; οἱ Κορίνθιοι les Corinthiens.
Étymologie: Κόρινθος.