κυβιστητήρ

From LSJ
Revision as of 20:01, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_3)

Πρὸς εὖ λέγοντας οὐδὲν ἀντειπεῖν ἔχω → Loquenti bene, quod contradicam, habeo nihil → Wenn einer gut spricht, kenn' ich keinen Widerspruch

Menander, Monostichoi, 464
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κῠβιστητήρ Medium diacritics: κυβιστητήρ Low diacritics: κυβιστητήρ Capitals: ΚΥΒΙΣΤΗΤΗΡ
Transliteration A: kybistētḗr Transliteration B: kybistētēr Transliteration C: kyvistitir Beta Code: kubisthth/r

English (LSJ)

ῆρος, ὁ,

   A tumbler, δοιὼ δὲ κυβιστητῆρε κατ' αὐτοὺς μολπῆς ἐξάρχοντες ἐδίνευον κατὰ μέσσους Il. 18.605, Od.4.18.    2 diver, Il.16.750.    3 one who pitches headlong, E.Ph.1151.    II later as Adj., tumbling, κυδοιμός Tryph. 192.

German (Pape)

[Seite 1523] ῆρος, ὁ, Einer, der sich auf den Kopf stellt od. stürzt, Gaukler, Springer, Tänzer, der ein Rad schlägt, sich kopfüber zwischen Schwerter stürzt u. dgl.; Il. 16, 750; δοιὼ δὲ κυβιστητῆρε κατ' αὐτοὺς μολπῆς ἐξάρχοντος ἐδίνευον κατὰ μέσσους 18, 605; vgl. Eur. Phoen. 1158; öfter in VLL., die auch die Formen κυβιστήρ u. κυβιστής haben u. es auch ἀρνευτήρ, κολυμβητής, der »Taucher« erkl. – Sp. auch adj., sich überschlagend, Wern. Tryphiod. 192.

Greek (Liddell-Scott)

κῠβιστητήρ: ῆρος, ὁ, ὁ ἔχων ὡς ἐπάγγελμα τὸ κυβιστᾶν, δοιὼ δὲ κυβιστητῆρε κατ’ αὐτοὺς μολπῆς ἐξάρχοντος ἐδίνευον κατὰ μέσσους Ἰλ. Σ. 605, πρβλ. Ὀδ. Δ. 18, καὶ ἴδε ἐν λ. κυβιστάω. 2) κολυμβητής, δύτης, Ἰλ. Π. 750. 3) μεταγεν. ὡς ἐπίθ., κυλινδούμενος, Wern. εἰς Τρυφ. 192.

French (Bailly abrégé)

ῆρος (ὁ) :
qui fait la culbute, càd :
1 faiseur de tours;
2 sauteur, plongeur.
Étymologie: κυβιστάω.