κυβιστάω
Ἐς δὲ τὰ ἔσχατα νουσήματα αἱ ἔσχαται θεραπεῖαι ἐς ἀκριβείην, κράτισται → But for extreme illnesses, extreme remedies, applied with severe exactitude, are the best (Hippocrates, Aphorism 6)
English (LSJ)
Ion. κυβιστέω Opp.C.4.263: (κύβη):—tumble head foremost, ἦ μάλ' ἐλαφρὸς ἀνήρ, ὡς ῥεῖα κυβιστᾷ Il.16.745, cf. 749; of fish, κατὰ καλὰ ῥέεθρα κυβίστων ἔνθα καὶ ἔνθα tumbled about or plunged about, 21.354, cf. Opp.l.c.; especially of professional tumblers, Pl.Smp. 190a; κ. εἰς ξίφη, εἰς μαχαίρας, X.Smp.2.11, Mem.1.3.9, Pl.Euthd.294e.
German (Pape)
[Seite 1523] (κύβη), sich auf den Kopf stellen, sich kopfüber stürzen ein Rad od. einen Purzelbaum schlagen; ἐν πεδίῳ ἐξ ἵππων ῥεῖα κυβιστᾷ Il. 16, 749; auch von Fischen, die sich überschlagen, 21, 354; ὥσπερ οἱ κυβιστῶντες εἰς ὀρθὸν τὰ σκέλη περιφερόμενοι κυβιστῶσι κύκλῳ Plat. Conv. 190 a; von Tänzerinnen, ἐς μ αχαίρας, sich kopfüber mitten unter die Schwerter stürzen, Euthyd. 294 e; εἰς τὰ ξίφη κυβιστᾶν Xen. Conv. 2, 11, vgl. Mem. 1, 3, 9; Ath. IV, 129 d u. Sp.
French (Bailly abrégé)
κυβιστῶ :
1 se jeter la tête en avant, se précipiter;
2 faire la culbute, tourner sur soi-même en faisant la culbute et retombant sur ses jambes.
Étymologie: κύβη.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κυβιστάω [~ κύβος?] duiken, buitelen:; ἐξ ἵππων ῥεῖα κυβιστᾷ hij duikt gemakkelijk van zijn wagen Il. 16.749; ἰχθύες... οἳ... κυβίστων ἔνθα καὶ ἔνθα vissen die heen en weer buitelden Il 21.354; van acrobaten salto’s maken, buitelen.
Russian (Dvoretsky)
κῠβιστάω:
1 бросаться головой вперед, падать вниз головой (ἐν πεδίῳ ἐξ ἵππων Hom.);
2 нырять (κατὰ ῥέεθρα ἔνθα καὶ ἔνθα Hom.; πλεῖν καὶ κ. Plut.);
3 кувыркаться, катиться (οἱ κυβιστῶντες κυβιστῶσι κύκλῳ Plat.).
English (Autenrieth)
(κύβη, head, found only in glossaries), ipf. κυβίστων: turn somersaults, tumble, Il. 16.745, 749; of fishes, Il. 21.354.
Greek Monotonic
κῠβιστάω: μέλ. -ήσω (κύπτω), πέφτω με το κεφάλι και γυρίζω τούμπα, κατρακυλώ, αναστρέφομαι, σε Ομήρ. Ιλ., Ξεν. κ.λπ.
Greek (Liddell-Scott)
κῠβιστάω: μέλλ. -ήσω, (κύβη, κύπτω) πηδῶ ἐπὶ κεφαλῆς καὶ ἀναστρέφομαι, κάμνω τοῦμπα, «γυρίζω τακλᾶ», ἦ μάλ’ ἐλαφρὸς ἀνήρ, ὡς ῥεῖα κυβιστᾷ Ἰλ. Π. 745, πρβλ. 749, καὶ ἴδε κύμβαχος· ἐπὶ ἰχθύος, κατὰ καλὰ ῥέεθρα κυβίστων ἔνθα καὶ ἔνθα Φ. 354, πρβλ. Ὁππ. Κυν. 4. 263· ― ἐπὶ ἀνθρώπων ἐχόντων τοῦτο ὡς ἔργον (οὗτοι παρ’ Ὁμ. καλοῦνται κυβιστητῆρες), προσεκαλοῦντο δὲ εἰς τὰ συμπόσια πρὸς τέρψιν τῶν συμποσιαζόντων κττ., «κάμνω τούμπας», ἢ περιπατῶ ἐπὶ τῶν χειρῶν, «κάμνω κυπαρίσσι», Πλάτ. Συμπ. 190Α· ἡ δὲ μᾶλλον θαυμαζομένη ἐξάσκησις τοῦ ἐπαγγέλματος τούτου ἦτο ὅτι ἐκυβίστων ὑπεράνω ὀρθῶν ξιφῶν, κ. εἰς ξίφη Ξεν. Συμπ. 2. 11, εἰς μαχαίρας Ἀπομν. 1. 3, 9, Πλάτ. Εὐθύδ. 294Ε.
Frisk Etymological English
Grammatical information: v.
Meaning: tumble head forward (Il., Pl., X.)
Other forms: -έω Opp. K. 4, 263.
Compounds: also with prefix, ἐκ-, κατα-, περι-.
Derivatives: κυβιστητήρ who tumbles head forward (Hom., E., Tryph.; Fraenkel Nom. ag. 2,13), also with haplology κυβιστήρ (H.) and κυβιστής (Delos; uncertain; cf. Fraenkel Glotta 2, 31 n. 2 and below); κυβίστησις (Plu., Luk.), -ημα (Luc.) somersault.
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: Expressive verb with unclearer formation and unknown origin. The verbs in -(σ)τ- present nothing comparable with κυβιστάω; formations as ἑρπυστάζω (: ἑρπύζω, ἕρπω) a. o. (Schwyzer 706) suggest a *κυβίζομαι (evtl. through κυβιστής; s. above). - One compares since Curtius and Fick (s. Bq and WP. 1, 375) a few words given in EM: κύβη = κεφαλή (κυβιστάω = εἰς κεφαλην πηδῶ), κύβηβος = ὁ κατακύψας, κυβηβᾶν κυρίως τὸ ἐπὶ την κεφαλην ῥίπτειν' (after H. = θεοφορεῖσθαι, κορυβαντιᾶν); further κυβητίζω ἐπὶ κεφαλην ῥίψω, κυβησίνδα ἐπὶ κεφαλήν, η τὸ φορεῖν ἐπὶ νώτου, η κατὰ νώτου H. Further κύμβη head (EM 545, 27) and κύμβαχος head formost, ἀνακυμβαλιάζω. See Kuiper, Gedenkschrift Kretschmer 213f. (Not better Frisk, who wants to consider rather κύβος dice.) All the words would belong to κυφός, κύπτω. Frisk assumes that the word is northern, because of the β for φ; but there is no reason to connect κυφός.). So we have κυ(μ)β-, κυμ- head which is clearly Pre-Greek. - S. also Szemerényi, Sprache 11 (1966) 2 a. 6. Not with Prellwitz to κόβαλος; cf. Thumb KZ 36, 193 f.
Middle Liddell
κῠβιστάω, fut. -ήσω κύπτω
to tumble head foremost, tumble, Il., Xen., etc.
Frisk Etymology German
κυβιστάω: (-έω Opp. K. 4, 263),
{kubistáō}
Grammar: v.
Meaning: ein Rad schlagen, sich überschlagen, sich herumtummeln (Il., Pl., X.)
Composita: auch mit Präfix, ἐκ-, κατα-, περι-,
Derivative: mit κυβιστητήρ der ein Rad schlägt, sich herumtummelt (Hom., E., Tryph.; Fraenkel Nom. ag. 2,13), auch mit Haplologie κυβιστήρ (H.) und κυβιστής (Delos; unsicher; vgl. Fraenkel Glotta 2, 31 A. 2 und unten); κυβίστησις (Plu., Luk.), -ημα (Luk.) das Radschlagen.
Etymology: Expressives Verb mit unklarer Bildung und unbekannter Herkunft. Die Verba auf -(σ)τ- bieten nichts, was mit κυβιστάω direkt vergleichbar wäre; Bildungen wie ἑρπυστάζω (: ἑρπύζω, ἕρπω) u. a. (Schwyzer 706) lassen an ein *κυβίζομαι (evtl. über κυβιστής; s. oben) denken. — Man vergleicht seit Curtius und Fick (s. Bq und WP. 1, 375) einige im EM überlieferte Wörter: κύβη = κεφαλή (κυβιστάω = εἰς κεφαλὴν πηδῶ), κύβηβος = ὁ κατακύψας, κυβηβᾶν’κυρίως τὸ ἐπὶ τὴν κεφαλὴν ῥίπτειν’ (nach H. = θεοφορεῖσθαι, κορυβαντιᾶν); dazu noch κυβητίζω· ἐπὶ κεφαλὴν ῥίψω, κυβησίνδα· ἐπὶ κεφαλήν, ἢ τὸ φορεῖν ἐπὶ νώτου, ἢ κατὰ νώτου H. Sämtliche diese Wörter sollen zu κυφός, κύπτω (s. d.) gehören und — wegen des β —aus der Sprache nördlicher (thrak., maked.) Gaukler stammen. Anstatt an das schlecht bezeugte κύβη mit einem hypothetischen nördlichen Ursprung anzuknüpfen, ist zu erwägen, ob das Wort nicht vielmehr zu κύβος Würfel gehört: κυβιστάω eig. "wie ein Würfel herumrollen" ? — Nicht mit Prellwitz zu κόβαλος; vgl. Thumb KZ 36, 193 f.
Page 2,38-39
Mantoulidis Etymological
-ῶ (=κάνω τοῦμπες). Ἀπό τό κύβη (=κεφάλι) πού σχετίζεται μέ τό κύπτω.
Παράγωγα: κυβίστησις, κυβίστημα, κυβιστητήρ, κυβιστίνδα ἤ κυβισίνδα.