μύδρος
Ζῆν οὐκ ἄξιος, ὅτῳ μηδὲ εἷς ἐστι χρηστὸς φίλος → Life is not worth living if you do not have at least one friend.
English (LSJ)
ὁ,
A anvil of stone or metal, A.Fr.307 (reading μύδρος) ; τύπτεσθαι μύδρος, i. e. as hard as an anvil, Antiph.195.3; also the redhot mass of iron on the anvil, Call.Dian.49, Nic.Al.50; μύδρους αἴρειν χεροῖν hold red-hot iron in the hands, as an ordeal, S.Ant.264; μύδρον σιδήρεον κατεπόντωσαν Hdt.1.165, cf. Arist.Ath.23.5, IG12.682 (prob.), Call.Fr.209; Πακτώλιος μ. lump [of gold] from Pactolus, Lyc.272; μ. διάπυρος a red-hot mass of stone or metal, of the sun, Anaxag. ap. D.L.2.8, cf. 15, Archel. in Placit.2.13.6, Ph.1.623; ἀστέρος μ. Critias 25.35 D.; μ. διάπυροι the stones thrown out by Aetna, Arist.Mu.395b23, cf. Str.6.2.8; also, of red-hot stones or pieces of metal, thrown into a liquid to vaporize it, Hp.Mul.2.134: generally, a stone, Orph.A.896; ὁ ἀὴρ διάπυρος καὶ μ. γενόμενος dub. in Hp. Flat.8; μύδρος κίων παχὺς ἄξυστος (sine interpr.) Gloss. (Not in Hom. exc. in a spurious line read by some after Il.15.21.) (Cf. σμύδρος.)
German (Pape)
[Seite 213] ὁ, die glühende Eisenniasse; ἐπιχαλκεύειν μύδρους, Aesch. frg. 421; ἦμεν δ' ἑτοῖμοι καὶ μύδρους αἴρειν χεροῖν, Soph. Ant. 264, was als eine Art Gottesurtheil angesehen wurde; σιδήρεος, Her. 1, 165; Πακτώλιος μύδρος, ein gediegener Goldklumpen vom Paktolus, Lycophr. 272; Anaxagoras nannte die Sonne einen μύδρος διάπυρος, bei D. L. 2, 8, wofür Xen. Mem. 4, 7, 7 λίθος διάπυρος steht; vgl. Luc. Icar. 7; Arist. de mund. 4, 25 μύδροι διάπυροι, die glühenden Steinmassen, welche der Aetna auswirft; so auch Strab. VI, 240 u. Sp. Hesych. erkl. neben σίδηρος πεπυρωμένος auch ἀργὸς σίδηρος und κραταιὸς λίθος. – Das Wort findet sich zuerst in dem einen der zwei Verse, die nach Eust. von Mehreren hinter Il. 15, 30 eingeschoben wurden, die aber Wolf nicht aufgenommen hat, s. Heyne VII p. 12.
Greek (Liddell-Scott)
μύδρος: ὁ, ὄγκος πεπυρακτωμένος, κυρίως σιδήρου, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 297· καθόλου, ὄγκος μετάλλου ἔτι καὶ μὴ πεπυρακτωμένος, σιδήρεος Ἡρόδ. 1. 165· Πακτώλιος μ., ὄγκος [χρυσοῦ] ἐκ τοῦ Πακτωλοῦ, Λυκόφρ. 272· μύδρους αἴρω χεροῖν, κρατῶ πεπυρακτωμένον σίδηρον ἐν ταῖς χερσί, - βάσανος, οἵα ἡ «κρίσις τοῦ Θεοῦ» κατὰ τὸν μέσον αἰῶνα, - Σοφ. Ἀντ. 264· μ. διάπυρος, ὄγκος μετάλλου πεπυρωμένος, ἐπὶ τοῦ ἡλίου, Ἀναξαγ. παρὰ Διογ. Λ. 2. 8 καὶ 15, πρβλ. Πόρσ. εἰς Εὐρ. Ὀρ. 971· οὕτω, μ. ἀστέρος Κριτίας 9. 35· μ. διάπυροι, οἱ λίθοι οὓς ἐξερεύγεται ἡ Αἴτνη, Ἀριστ. π. Κόσμ. 4. 26, πρβλ. Στράβ. 274· ἀλλὰ καὶ διάπυροι λίθοι ἢ τεμάχια μετάλλου, δι’ ὧν ἐθερμαίνετο ὕδωρ, Ἱππ. 652. 54, πρβλ. 298. 22· - Καθόλου, λίθος, Καλλ. Ἀποσπ. 209, Ὀρφ. - Ἡ λέξις ἀπαντᾷ εἰς ἕνα ἢ δύο στίχους νόθους οὓς ὁ Εὐστ. ἀνεγίνωσκε μετὰ τὸν 30ὸν στίχ. ἐν Ἰλ. Ο, ἴδε Heyne τ. 7, σ. 12, Spitzn. εἰς στίχ. 22.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
masse de fer rougie au feu.
Étymologie: DELG μυδάω.