οἰδάνω
Δυσαμένη δὲ κάρηνα βαθυκνήμιδος ἐρίπνης / Δελφικὸν ἄντρον ἔναιε φόβῳ λυσσώδεος Ἰνοῦς (Nonnus, Dionysiaca 9.273f.) → Having descended from the top of a deep-greaved cliff, she dwelt in a cave in Delphi, because of her fear of raving/raging Ino.
English (LSJ)
[ᾰ],
A cause to swell, χόλος . . οἰδάνει ἐν στήθεσσι νόον Il.9.554 ; μέθυ κῆρ οἰδάνει A.R.1.478 :—Pass., to be swollen, οἰδάνεται κραδίη χόλῳ Il.9.646. II = οἰδέω, intr., ὁ φήληξ οἰδάνων Ar.Pax1165.
German (Pape)
[Seite 297] = οἰδαίνω, aufschwellen, machen, daß Etwas aufschwillt; Hom. nur übertr., ὅςτε (χόλος) καὶ ἄλλων οἰδάνει ἐν στήθεσσι νόον πύκα περ φρονεόντων, Il. 9, 554, u. pass., ἀλλά μοι οἰδάνεται κραδίη χόλῳ, ib. 646, es schwillt mir das Herz vom Zorn; nachgeahmt von Ap. Rh. 1, 478, ἠέ τοι εἰς ἄτην ζωρὸν μέθυ θαρσαλέον κῆρ οἰδάνει ἐν στήθεσσι, Schol. ἐπαίρει, μετεωρίζει. Auch γλῶσσα οἰδάνεται, Opp. H. 5, 608. Das act. intrans. Ar. Pax 1166.
Greek (Liddell-Scott)
οἰδάνω: [ᾰ], οἰδεῖν ποιῶ, κάμνω τι νὰ πρησθῇ, φουσκώνω, χόλος νόον οἰδάνει, «εἰς ὕψος αἴρεσθαι ποιεῖ, ἐμπίμπρησι» (Σχόλ.), Ἰλ. Ι. 554· οὕτω, μέθυ κῆρ οἰδάνει Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 478.- Παθ., οἰδάνομαι, Λατ. tumere, χόλῳ οἰδάνεται κραδίη, «πληροῦμαι «ὑπὸ ὀργῆς» (Σχόλ), Ἰλ. Ι. 648. ΙΙ. = οἰδέω, ἀμεταβ., ὁ φήληξ οἰδάνων Ἀριστοφ. Εἰρ. 1166. - Πρβλ. οἰδαίνω.
French (Bailly abrégé)
seul. prés. et ao. ᾤδηνα;
enfler, gonfler ; Pass. se gonfler.
Étymologie: οἶδος.