παρολισθάνω
From LSJ
τῶν δ᾽ ὀρθουμένων σῴζει τὰ πολλὰ σώμαθ᾽ ἡ πειθαρχία → But of those who make it through, following orders is what saves most of their lives (Sophocles, Antigone 675f.)
English (LSJ)
later παρολισθ-αίνω, Apollod.Poliorc.154.4 :—
A slip aside, ἐς τὸ πλάγιον Hp.Art.16 ; slip in, εἰς ἔντερα Dsc.Alex.11, cf. Plu.2.698c, 701b, Luc.Laps.15. II make a mistake, Plb.31.31.1.
Greek (Liddell-Scott)
παρολισθάνω: μεταγεν: -αίνω, μέλλ. -ολισθήσω· ἀόρ. β΄ -ώλισθον· - ὀλισθαίνω κἄπως, ἐς τὸ πλάγιον Ἱππ. π. Ἄρθρ. 792· εἰσέρχομαι λάθρα ἢ κατὰ τύχην πλησίον, εἰς ἔντερα Διοσκ. π. Ἰοβόλ. κεφ. 11, πρβλ. Πλούτ. 2. 698C, 701Β· εἰς τὸ ἄμεινον παρώλισθον Λουκ. ὑπέρ τοῦ Πταίσματ. 15.
French (Bailly abrégé)
v. παρολισθαίνω.