πολυσχιδής
ἐὰν ἐκπέσῃ τὸ σιδήριον καὶ αὐτὸς πρόσωπον ἐτάραξεν καὶ δυνάμεις δυναμώσει καὶ περισσεία τοῦ ἀνδρείου σοφία (Ecclesiastes 10:10, LXX version) → If the iron axe fails, and the man has furrowed his brow, he will gather his strength, and the redoubling of his manly vigor will be the wise thing.
English (LSJ)
ές, (σχίζω)
A split into many parts, ἁπλῷ τρόπῳ καὶ μὴ πολυσχιδέϊ by a single and not a splintered fracture, Hp.Fract.24; λώβῃσι πολυσχιδέεσσι λυθέντα, of a wreck, Opp.H.4.409. 2 much-cloven, opp. ἀσχιδής, of certain figs, Arist.Pr.930b33; of a deer's antlers, branching, Id.HA517a24, cf. PA663a10; of the lungs, Id.HA495b1; of leaves, Thphr.HP3.12.5; καυλοί Dsc.2.185; of a mountain range, Str.11.12.1; ἀτραποί Plu.2.969b; of the Nile, Opp.C.2.85, cf. Lib.Or.61.18. 3 of the hand, cloven into fingers, Arist.PA687b7; of the foot, into toes, ib.690b6: hence τὰ π. animals that have toes, not hoofs, Id.HA497b20, 499b7, 502b34; esp. of birds, ib.504a6. 4 generally, much divided, γνῶμαι S.E.M.7.349; ἔμφασις Iamb.VP29.161; ψεῦδος Id.Protr.21κ; complex, Ammon. in Cat.66.9. Adv. -δῶς Ph.1.31.
German (Pape)
[Seite 674] ές, vielfach gespalten od. getheilt; πόδες, Arist. part. anim. 1, 3; ῥάκος, Luc. de merc. cond. 39; σανδάλια, bei Ath. VI, 259 c; γνῶμαι, S. Emp. adv. math. 7, 349.
Greek (Liddell-Scott)
πολυσχῐδής: -ές, (σχίζω) ὁ εἰς πολλὰ μέρη ἐσχισμένος, ἁπλῷ τρόπῳ καὶ μὴ πολυσχιδέϊ, δι’ ἁπλοῦ καὶ οὐχὶ πολυσχιδοῦς κατάγματος, Ἱππ. Ἀγμ. 766· λώβῃσι πολυσχιδέεσσι λυθέντα, ἐπὶ ναυαγίου, Ὀππ. Ἁλ. 4. 409. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «πολυσχιδῆ· εἰς πολλὰ ἐσχισμένον, μεμερισμένον». 2) ὁ πολὺ ἐσχισμένος, ἀντίθ. τῷ ἀσχιδής, ἐπί τινων σύκων, Ἀριστ. Προβλ. 22. 9· ἐπὶ τῶν κεράτων ἐλάφου, ἔχων πολλὰς διακλαδώσεις, ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 9, 4, πρβλ. π. Ζ. Μορ. 3. 2, 5· ἐπὶ τῶν πνευμόνων, ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 16, 11· ἐπὶ ὀρεινῆς σειρᾶς, Στράβ. 520. 3) ἐπὶ τῆς χειρός, ὡς κεχωρισμένης εἰς δακτύλους, Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 4. 10, 25· ἐπὶ τοῦ ποδὸς ὡσαύτως, αὐτόθι 65· ― ὅθεν, τὰ πολυσχιδῆ, ζῷα ἔχοντα δακτύλους οὐχὶ χηλὰς ἢ ὁπλάς, ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 1, 3 καὶ 30., 2. 10, 2 κ. ἀλλ.· μάλιστα ἐπὶ πτηνῶν αὐτόθι 2. 12. 3. 4) καθόλου, ὁ πολὺ διῃρημένος, ἐπὶ γνωμῶν, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 7. 349· ἔμφασις Ἰάμβλ. ἐν βίῳ Πυθαγ. 29 (161). Ἐπιρρ. -δῶς, Κλήμ. Ἀλ. 268, Φίλων Ἰουδ. 31, 27, Ἀστέρ. 208C.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
fendu ou divisé en plusieurs parties.
Étymologie: πολύς, σχίζω.