χρῶμα
Κόλαζε τὸν πονηρόν, ἄνπερ δυνατὸς ᾖς → Malum castiga, maxime si sis potens → Den Schurken strafe, wenn du dazu fähig bist
English (LSJ)
ατος, τό, (χρώννυμι)
A skin, esp. of the human body, κάθαρσις διὰ τοῦ χρώματος Hp.Insomn.89 (sed χρωτός recte cod. θ). II colour, esp. of the skin or body, complexion, Hdt.2.32, 3.101, Hp. Aph.4.40, etc.; χρῶμα ἀλλάξαι E.Ph.1246, cf. Men.Epit.466; μεθιστάναι τοῦ χρώματος Ar.Eq.399 (lyr.); τὸ χ. διακεκναις μένος Id.Nu. 120; παντοδαπὰ ἠφίει χρώματα changed colour continually, Pl.Ly. 222b; χ. διαμένον an unchanging colour (of the face), Nicol.Com.1.28; so of animals, x.Cyn.4.7. 2 generally, colour, Gorg. ap. S.E.M. 7.85; defined by Zeno Stoic.1.26; χρώματα βάπτειν use pigments for dyeing, Pl.R.429e; ἐκ τῶν χρωμάτων καὶ σχημάτων θεωρεῖν, i.e. look to the outside only, ib.601a; διὰ τῶν χ. ἀπεικάζειν X.Mem.3.10.1; χρώμασι καὶ σχήμασι μιμεῖσθαι Arist.Po.1447a18; περὶ χρωμάτων, title of treatise by Arist.; ἐναλείφειν τοῖς χ. Id.GA743b24; χρωμάτων κρᾶσις Luc.Zeux.5; χρώματος ἔντριψις, of cosmetics, X. Cyr.1.3.2; τοῖς ἐγχρίστοις εἰς τοὺς ὀφθαλμοὺς χρώμασιν Arist.GA 747a10; of medicines, φάρμακα χρώμασι καὶ ὀσμαῖς πεποικιλμένα Pl. Cra.394a. III turmeric, Curcuma longa, used in dyeing, Thphr.Od.31. IV complexion, character of style in writing, χρώματα [λέξεως] (of τὸ στριφνόν, τὸ τυκνόν, etc.) D.H.Amm.2.2; ποιητικῆς χρώματα Phld.Mus.p.84K., cf. Hermog.Id.1.12. 2 metaph. in pl., ornaments, embellishments, ἀλλοτρίοις χ. καὶ κόσμοις Pl.Phdr.239d, cf. Grg.465b; also of style or language, D.H.Comp. 20; of Music, γυμνωθέντα . . τῶν τῆς μουσικῆς χρωμάτων τὰ τῶν τοιητῶν Pl.R.601b. 3 in Music, a modification of the simplest music: τὰ μέλη μεταβολαῖς καὶ χρώμασιν ὡς εὖ κέκραται Antiph.209.4; χρώματα εὔχροα ἐκιθάρισε Philoch.66:but esp. b chromatic scale or music, οὔτε χρῶμα δειλοὺς οὔτε ἁρμονία ἀνδρείους ποιεῖ Anon. in PHib.1.13.22, cf. Cleonid.Harm.3, Bacch.Harm.23, etc.: χ.μαλακόν, ἡμιόλιον, τονιαῖον, Cleonid.Harm.7. 4 Rhet., complexion, colourable pretence, Hermog.Stat.1,3(pl.), Arg.D.19<*>12. V of the factions in the Circus at Constantinople, Agath.5.14,21. VI Astrol., = χρόα1.3, complexion of heavenly bodies, Phld.D.3.9, Vett. Val.107.26.
German (Pape)
[Seite 1383] τό, 1) eigtl. die Oberfläche eines Körpers, bes. des menschlichen Leibes, die Haut, διὰ χρώματος Hippocr.; – der Leib selbst, Polem. 1, 19. – 2) die Farbe der Oberfläche, bes. der Haut; Her. 2, 32. 3, 101; Eur. El. 526; χρῶμα ἀλλάσσειν Phoen. 1246, wie μεθιστάναι τοῦ χρώματος Ar. Eq. 399; παντοδαπὰ χρώματα ἀφιέναι Plat. Lys. 222 b; übh. Farbe, Phaed. 113 b Theaet. 153 d u. Sp.; auch Schminke. – Eine syrische Farbewurzel, Theophr. – Uebertr., der Schmuck der Rede, colores orationis, Plat. Rep. X, 601 a. – In der Tonkunst ein bes. Tongeschlecht, was sich durch die besondere Vertheilung der Töne des Tetrachords von dem diatonischen u. enharmonischen unterscheidet, Music. – S. auch χρόα.
Greek (Liddell-Scott)
χρῶμα: τό, (χρώννυμι) κυρίως ἡ ἐπιφάνεια σώματός τινος, μάλιστα δὲ τοῦ ἀνθρωπίνου, ἡ ἐπιδερμίς, κάθαρσις διὰ τοῦ χρώματος Ἱππ. 377. 2. 2) τὸ χρῶμα τῆς ἐπιφανείας μάλιστα δὲ τῆς ἐπιδερμίδος, ἡ χροιά, Ἡρόδ. 2. 32, 3. 101, Ἱππ. Ἀφ. 1250, κλπ.· χρῶμα ἀλλάσσειν Εὐρ. Φοίν. 1246· οὕτω μεθιστάναι τοῦ χρώματος Ἀριστοφ. Ἱππ. 399· τὸ χρ. διακεκναισμένος ὁ αὐτ. ἐν Νεφ. 120· παντοδαπὰ χρώματα ἀφιέναι Πλάτ. Λῦσ. 222Β· χρ. διαμένον, μὴ μεταβαλλόμενον (τοῦ προσώπου), Νικόλ. ἐν Ἀδήλ. 1. 28· οὕτως ἐπὶ ζώων, Ξεν. Κυνηγ. 4. 7. 2) καθόλου, χρῶμα οἱονδήποτε, βάπτειν χρώματα, Πλάτ. Πολ. 429Ε· ἐκ χρωμάτων καὶ σχημάτων θεωρεῖν, δηλ. βλέπειν μόνον τὸ ἐξωτερικόν, αὐτόθι 601ΑΣ· διὰ τῶν χρ. ἀπεικάζειν Ξεν. Ἀπομν. 3. 10, 1· χρώμασι καὶ σχήμασι μιμεῖσθαι Ἀριστ. Ποιητ. 1. 4· ὅρα τὴν πραγματείαν αὐτοῦ περὶ χρωμάτων· τοῖς χρ. ἐναλείφειν ὁ αὐτ. ἐν τῷ περὶ Ζῴων Γεν. 2. 6, 29· χρωμάτων κρᾶσις Λουκ. Ζεῦξις 5· χρ. ἔντριψις, ἐπὶ ψιμυθίου, Ξεν. Κύρου Παιδ. 1. 3, 2· τοῖς ἐγχρίστοις εἰς τοὺς ὀφθαλμοὺς χρώμασιν Ἀριστ. περὶ Ζῴων Γεν. 2. 7, 18· - ἐπὶ φαρμάκων, φάρμακα χρώμασι καὶ ὀσμαῖς πεποικιλμένα Πλάτ. Κρατ. 394Α. ΙΙΙ. ῥίζα τις ἐν Συρίᾳ, ἐξ ἧς ἐλαμβάνετο χρῶμά τι, Θεόφρ. περὶ Ὀσμ. 31. IV. χρωματισμὸς ὕφους ἐν τῷ συγγράφειν, χρ. λέξεως Διονύσ. Ἁλ. πρὸς Ἀμμ. 2. 2.
2) μεταφ. ἐν τῷ πληθ., κοσμήμματα, ποικίλματα, ἀλλοτρίοις χρώμασι καὶ κόσμοις Πλάτ. ἐν Φαίδρῳ 239D, πρβλ. Γοργ. 465Β· ὡσαύτως ἐπὶ ὕφους ἢ γλώσσης (ὡς τὰ τοῦ Κικέρωνος pignento colores), καὶ ἐπὶ μουσικῆς, γυμνωθέντα … τῶν τῆς μουσικῆς χρωμάτων τὰ τῶν ποιητῶν Πλάτ. Πολ. 601Α, πρβλ. Συμπ. 211Ε. 3) ὡς τεχνικὸς ὅρος ἐν τῇ μουσικῇ ἡ λέξ. χρῶμα ἐσήμαινε τροποποίησιν τῆς ἁπλουστάτης ἢ διατονικῆς μουσικῆς· ἀλλ’ ἐκαλοῦντο ὡσαύτως, χρώματα αἱ περαιτέρω τροποποιήσεις τῶν τριῶν γενῶν, (τοῦ διατονικοῦ, τοῦ χρωματικοῦ καὶ τοῦ ἐναρμονίου), τὰ μέλη μεταβολαῖς καὶ χρώμασιν ὡς εὖ κέκραται Ἀντιφάνης ἐν «Τριταγωνιστῇ» 1. 4· ἴδε χρωματικός, εὔχροος 2, καὶ πρβλ. Λεξ. τῶν Ἀρχαιοτ. Chapell Anc. Mus. σ.121.
French (Bailly abrégé)
χρώματος (τό) :
couleur de la peau, carnation ; p. ext. :
1 couleur pour la teinture, particul. fard;
2 fig. t. de mus. modulation ; particul. genre de composition où l’on procède par demi-tons, musique chromatique ; couleur, càd qualité du caractère (cf. franç. « il est bon teint »).
Étymologie: χρώννυμι.