πλάνημα
From LSJ
Ἐς δὲ τὰ ἔσχατα νουσήματα αἱ ἔσχαται θεραπεῖαι ἐς ἀκριβείην, κράτισται → For extreme diseases, extreme methods of cure, as to restriction, are most suitable.
English (LSJ)
ατος, τό,
A wandering, A.Pr. 828; π. ψυχῆς S.OT727.
German (Pape)
[Seite 624] τό, 1) das Irren, der Irrgang; ψυχῆς πλάνημα καὶ ἀνακίνησις φρενῶν, Soph. O. R. 727; τέρμα σῶν πλανημάτων, Aesch. Prom. 830. – 2) übertr., der Irrthum, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
πλάνημα: [ᾰ], τό, πλάνη, περιπλάνησις, Αἰσχύλ. Πρ. 828· πλ. ψυχῇς Σοφ. Ο. Τ. 727.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
1 action d’errer;
2 fig. égarement.
Étymologie: πλανάω.